γουλιˬὰ (Ι)

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γουλιˬὰ (Ι)

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γουλιˬὰ ἡ, (Ι) γουλέα Εὔβ. (Κύμ.) Κύθηρ. Μέγαρ. Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γουλὲ Δ. Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.) γουλία Αἴγιν. γουία Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.) γουλιˬὰ πολλαχ. γουλ-λιˬὰ Κῶς γουγιˬὰ Σίφν. γ᾽λιˬὰ Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. Σκῦρ. βουλέα Κάρπ. (Ἔλυμπ. κ.ἀ.) βουλιˬὰ Κάσ. Ρόδ. (Μονόλιθ.) ᾽ουλιˬὰ Κάρπ. Κρήτ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σίφν., ᾽ουλλιˬὰ Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Ρόδ. ᾽ολιὰ Θήρ. Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ. Ἀρχάν. Καβούσ. Κριτσ. Μάλλ. Μύρτ. Σητ. κ.ἀ.) ᾽ουγιˬὰ Σίφν. γρουλιˬὰ Θρᾴκ. (Ἀσκ.) Πληθ. γουλέες Μέγαρ. γουλὲς Δ. Κρήτ. (Ρέθυμν. κ.ἀ.) Μέγαρ.

Ετυμολογία

Τὸ βυζαντ. γουλιˬὰ πβ. καὶ Ἐρωτόκρ. Δ. 595 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «κιˬ ὅντε μοῦ λέγαν τῆ γουλιˬὰ πῶς νὰ τὴν καταπίνω | καὶ πο͜ιὸ κρασὶ ᾽ναι γιˬατρικὸ καὶ ποιˬὸ νερὸ νὰ πίνω» καὶ Κρήτ. Θέατρ 2, 121 (ἕκδ. Κ. Σάθα, σ. 112) «καλὰ τὸ λέγεις, μὰ ὅντας δῇς καλὴ γουλιˬὰ ᾽ς τὸ πιˬάτο, | νά, θὰ τὴν πιˬάσω, τὸ ζιμιˬό, μοῦ λέγεις, ἄσ᾽ την κάτω». Διὰ τὸν τύπ. γουλία βλ. καὶ Ἀγαπ., Γεωπον., σ. 8 «μη τρώγετε σπουδακτικὰ ὡς λαίμαργοι… ἂς εἶναι καὶ οἱ γουλίες μικρές». Διὰ τὸν τύπ. γουγιˬὰ πβ. Ι. Ποῦλ., Λεξικογρ. Δελτ. 1 (1938), σ. 148 - 149. Παρὰ τοὺς τὑπ. ᾽ουλιˬὰ καὶ ᾽ολιˬὰ βλ. καὶ μιαουλιˬά. Οἱ τὐπ. γουλιˬὰ καὶ ᾽ουλιˬὰ καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

1) Ποσότης τροφῆς στερεᾶς ἢ ὑγρᾶς ὅσην χωρεῖ τὸ στόμα καὶ δύναται νὰ καταποθῇ ἅπαξ πολλαχ. καὶ Τσακων.: Μὲ τὴν πεῖνα ποὺ ἔχει, αὐτὸ τὸ κομμάτι δυˬὸ γουλιˬὲς τὸ κάνει Ἀθῆν. Αὐτὸ ὅλο - ὅλο μιˬὰ γουλιὰ εἶναι αὐτόθ. Πχιˬὲ νερὸ νὰ πάῃ κάτω ἡ γουλιˬὰ Κρήτ. Ἔφαγε δυὸ γουλιὲς Λευκ. Τὶς ἐλιˬὲς μὴν τὶς τρώῃς μιὰ ᾽ς τὴ βουλιὰ Μεγίστ Ὀυλιˬὰ - ᾽ουλιˬὰ τὸ ᾽πινε τὸ κρασὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ ἄρτουμα ν᾽ ἐμποῖτσε δύ᾽ γουλίε (τὸ τυρὶ τὸ ἔκαμε δυὸ γουλιὲς) Τσακων. Δυˬὸ γουλιˬὲς ἤπιˬε οὕλο - οὕλο Εὔβ. (Βρύσ.) Νὰ πιῇς τρεῖς γ᾽λιˬές ἀπ᾽ τὸ νερὸ Σκῦρ. Τέσσεροι νομᾶτοι εἴμεστε, τέσσερεις γουλιˬὲς ᾽καμε τὸ κρέας Α. Κρήτ. Ἐδιˬάλεξε τὶς γουλιˬὲς καὶ ἤφηκε τσὶ πατάτες αὐτόθ. Μεγάλες γουλιˬὲς τὸ ᾽κοψες τὸ κρέας καὶ δὲ θὰ ψήνεται Κρήτ. (Σητ.) Ἀπῆς τὸ ᾽γδαρένε καὶ τὸ ξεκοιλιˬάσενε, ἔκαμένε τὸ σπληνογάρδουμο κ᾽ ὕστερα ἔκοψένε τὰ bράτη γουλὲς - γουλὲς καὶ τὰ τσίτωσε σὲ μιὰ ξύλινη σούβλα (τὰ bράτη = οἱ ὄρχεις) Δ. Κρήτ. Μεάληβ - βουλιˬάβ - βάλε Ρόδ. (Μονόλιθ.) Τὸ πηγάδι ἀγιˬάζονταν κ᾽ ἐκεῖνο μὲ κάμποσες γουλιὲς ἀπὸ διαβασμένο νερὸ Π. Παπαχριστοδ., Θρᾴκ. ἠθογρ. 2, σ. 8 || Φρ. Βουδήα γ᾽λιˬὰ (= μεγάλη καὶ παρατεταμένη ρουφηξιὰ) Λέσβ. || ᾌσμ. Μὰ μένα κι ἂν μὲ κόψετε γουλιˬὲς - γουλιˬὲς ᾽ς τὴ dάβλα, τὰ bαΐράκιˬα δὲ χαλοῦ, μόνο θὰ ᾽ρθοῦνε κιˬ ἄλλα Κρήτ. Ὁ κάττης κιˬ ὁ καλόγερος πάd᾽ ἀγαποῦ τὸ ψάρι, ὁ γέρος τὴ gαλὴ γουλιˬὰ κ᾽ ἡ νιˬὰ τὸ παλληκάρι αὐτόθ. Συνών. γλουπιˬά, γούλα (Ι) 2β, γουληματιˬά, καταποσιά, λαρυγγιˬά, ρουφηξιˬά. β) Γλοιώδης τροφή, ὅσην διὰ τοῦ δακτύλου ἐμβάλλουν αἱ γυναῖκες εἰς τὸ στόμα τῶν νηπίων Λευκ.: Ἔφαγε δυˬὸ γουλιˬές. γ) Τὸ ἔμεσμα τῶν βρεφῶν Λευκ. Συνών. γουλὶ (Ι) 3. 2) Ἡ ἐλαχίστη ποσότης πράγματός τινος πολλαχ. καὶ Τσακων.: Δῶσε μου μιˬὰ γουλιˬὰ νερὸ - κρασὶ πολλαχ. Φτε͜ιάξε μου μιὰ γουλιˬὰ καφὲ Κεφαλλ. Μιˬὰ γουλιˬὰ νερὸ Νάξ. (Φιλότ.) Ἤπιˬα μιˬὰ γουλιˬὰ κρασὶ κ᾽ ἠνεστυλώθηκα Σίφν. Οὔτε γουλιˬὰ νιρὸ δὲν ἔχει τ᾽ ἀσκὶ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Μιˬὰ γουλιˬὰ νερὸ κ᾽ ἔσκασα αὐτόθ. Δό μου μιˬὰ γουλιˬὰ τυρὶ Κρήτ. Δὲν ἐβαλῆκα γουλία ᾽ς τὸ στόμα μου (= δὲν ἔβαλα τίποτα στὸ στόμα μου) Τσακων. Ὄ ᾽σα φερίου νιˬὰ γουλία ὕο νὰ κίωμε; (δὲν ἔφερνες μιὰ γουλιὰ νερὸ νὰ πίωμεν;) αὐτόθ. || Φρ. Μιˬὰ γουλιˬὰ (= ὀλίγον) πολλαχ. Συνών. φρ. Μιˬὰ κουταλιˬὰ - μπουκιˬὰ - νυχιˬὰ - σταλιˬὰ - σταξιˬὰ - φτυξιˬὰ -χαψιˬά. Πβ. καὶ μιˬὰ ᾽ουλιˬὰ. || Παροιμ. φρ. Πνίγεται σὲ μιˬὰ γουλιˬὰ νερὸ (ἐπὶ τοῦ ἀδυνατοῦντος νὰ ἐξεὐρῃ λύσιν εἰς εὐκόλους ὑποθέσεις, ἐπὶ ἀδυνάτου χαρακτῆρος) Πελοπν. (Ἀρκαδ.). Συνών. φρ. Πνίγεται σὲ μιˬὰ κουταλιˬὰ νερό. Τὸν πνίγει σὲ μιˬὰ γουλιˬὰ νερὸ (= τὸν μισεῖ θανασίμως) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. φρ. Τὸν πνίγει σὲ μιˬὰ κουταλιˬὰ νερό. || Παροιμ. Γουλιˬὰ - γουλιˬὰ γιˬουμίζ᾽ ἡ ᾽λιˬὰ (ὀλίγον κατ᾽ ὀλίγον ἐπιτυγχάνει τις τὸ ὅλον) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Συνών. παροιμ. Φασούλι τὸ φασούλι γιˬομίζει τὸ σακκούλι. Συνών. εἰς λ. ἀγκίδι 3. 3) Μικρὸν διάστημα χρόνου Κάλυμν. Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεωργ. Ἀρχάν. Κριτσ. Ρέθυμν. Σητ.) Κύθηρ. Κύθν. Σίφν. Τσακων. (Πραστ.): Στάσου μιˬὰ γουλέα Κύθν. Ἤπεφτα μιˬὰ ᾽ουλιˬὰ (= κατεκλινόμην ἐπὶ μικρὸν χρονικὸν διάστημα) Σίφν. Κάτσα νιˬὰ γουλία νὰ ντ᾽ όρᾶμε (= κάθησε ὀλίγον νὰ σὲ ἴδωμεν) Πραστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/