γοῦλος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοῦλος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γοῦλος τό, Κρήτ. Σέριφ. Σκῦρ. γοῦλο Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λάστ.) γοῦλους Σάμ. γοῦλου Στερελλ. (Ἀράχ.) γκοῦλο Καλαβρ. (Μπόβ.) ᾽οῦλο Νάξ. (Κωμιακ.) οὖλος Ἤπ. (Παλάσ.) Θήρ. (Οἴα) ἀγοῦλο Ἁλόνν. Σκόπ. γούλι Ἐρεικ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ζάκ. Ἰων. (Σμύρν.) Κεφαλλ. Κορσ. Κρήτ. (Ραμν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀνδροῦσ. Ἀνώγ. Ἀρεόπ. Καρδαμ. Οἴτυλ. Πλάτσ. Σαηδόν. Τριφυλ.) Σάμ. Σῦρ. Τῆν. (Ἰστέρν.) Χίος (Βροντ.) - Λεξ. Αἰν. Βυζ. Λεγρ. Μπριγκ. Βλαστ., σ. 386 Πρω. Δημητρ. γού᾽ Μακεδ. (Καστορ.) γού-ι Λέρ. οὖι Τσακων. ἀγούλι Κρήτ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Χίος - Λεξ. Λάουνδ. ἀγού᾽ Λευκ. ἀ᾽ούλι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Χίος γουλὶ Πόντ. (Σινώπ.) ᾽ουλὶ Κάρπ. γοῦλος ὁ, Στερελλ. (Δεσφ.) ἀγούλας Μακεδ. (Ἀρν.) ἀ᾽ούλας Μακεδ. (Ἀρν.) ἀγούλα ἡ, Θράκ. Μακεδ. Τσακων. (Χαβουτσ.) ἀγοῦλε Τσακων. (Χαβουτσ.) Πληθ. γοῦλα τά, Βιθυν. (Κίος Τρίγλ.) Δαρδαν. Ἤπ. (Κόνιτσ.) Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. κ.ἀ.) Μακεδ. Παξ. Πελοπν. (Οἴτυλ.) γούλη Κάλυμν. Κῶς Λυκ. (Λιβύσσ.) Σύμ. Σχιν. Ρόδ. Τῆλ. οὖλα λόγ. σύνηθ. οὔλη Κάρπ. ἄλη Κύπρ. γούλιˬα σύνηθ. καὶ Πόντ. (Σινώπ.) ἀγούλιˬα Ἁλόνν. Εὔβ. (Ἄκρ. Ψαχν. κ.ἀ.) Θρᾴκ. Κρήτ. Λευκ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Σκόπ. Τσακων. (Χαβουτσ.) ᾽ούλιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θηλ. ἀγοῦλις Θρᾴκ. ἀγοῦλ᾽ς Θρᾴκ. (Μαΐστρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. οὖλον. Οἱ τύπ. γοῦλος καὶ γούλη παρ᾽ Ἀγαπίῳ, Γεωπον. σ. 77, 102, 108 «χαλᾷ τὸ γοῦλος καὶ τὰ ὀδόντια», σ. 108 καὶ «ἰατρεύει τὰ γούλη καὶ τὰ ὁδόντια», σ. 102. Οἱ τύπ. γούλιˬα - ἀγούλιˬα – γούλη – οὔλη πιθαν. ἐλέχθησαν κατὰ τὸ χείλιˬα - ἀχείλιˬα - χείλη. Πβ. καὶ Σ. Μενάρδ., Ἀθηνᾶ 8 (1896), σ. 441. Ὁ τύπ. ἄλη κατὰ Μ. Φιλήντ. Γλωσσογν. 3, σ. 151 ἐκ τοῦ τὰ γούλη › τὰ οὔλη › τὰ ἄλη. Ὁ τύπ. ἀγούλι καὶ εἰς Βλάχ. καὶ ὁ τύπ. ᾽ούλιˬα εἰς Σομ. εἰς λ. κορμί.

Σημασιολογία

1) Συνήθως κατὰ πληθ., ἡ περὶ τὰ φατνία τῶν ὀδόντων σάρξ κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Ἰνέπ. Σινώπ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.): Πονοῦν - ματώνουν τὰ γούλιˬα μου. Δὲν ἔχει δόντιˬα καὶ τρώει μὲ τὰ γούλιˬα πολλαχ. Τὰ ᾽ούλιˬα τὰ βαστοῦνε τὰ δόdιˬα Νάξ. (Κωμιακ.) Τ᾽ ἀ᾽ούλι μου μὲ πονεῖ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πονεῖ τό ᾽ούλι του Κάρπ. Μὲ πονοῦν τὰ γοῦλα μ᾽ Στερελλ. (Ἀράχ.) Πονοῦμ με τὰ γούλη μου Κῶς. Μ᾽ ἔ ᾽μοζοῦντα τὸ οὖι μι σάμερε (= μοῦ πονεῖ τὸ οὖλος μου σήμερον) Τσακων. Μὲ πονᾶν τ᾽ ἀγούλιˬα μου Λευκ. Μὶ πονοῦν οἱ ἀγοῦλις μ᾽ Θρᾴκ. Ἐπόνησα τὰ ἄλη τῶν δοgιˬῶν μου Κύπρ. Πρήστηνε τὸ γούλι μου Κύθν. Ἔναι bρησμένο τὸ πάνου ἀγούλι τοῦ παιδιˬοῦ, θὰ βγάζῃ δόιdια Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Νὰ τρίβῃς μὲ νερὸ τσῆ θάλασσας τὰ γούλιˬα σου καλὰ καὶ τ᾽ ἀπάνου νὰ δυναμώσουνε Κεφαλλ. Γύρω ᾽ς τοὺς ἑφτὰ μὲ ὀχτὼ μῆνες τρίβουν τὰ γούλιˬα τοῦ παιδιˬοῦ μὲ μυˬαλὰ λαγοῦ ὠμά, γιˬὰ νὰ τοῦ πέσουν τὰ δόντιˬα ἀπάλαφρα Πελοπν. (Ἦλ.) Βάλε, βάλε ρατὶν ταὶ ξίιν, ἔκαψα τὰ ἄλη μου Κύπρ. Ἐφαώθησαν dά ᾽ούλιˬα μου ποὺ δὲν ἔχω δόδιˬα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νὰ πιˬάσῃ κανεὶς μιˬὰ bιπεριˬὰ νὰ τοῦ τρίψῃ τὰ ᾽ούλιˬα dου, νὰ μὴ dὸ ξαναπῇ αὐτόθ. Τὰ ἄλογα, ὅταν τρῶνε στάχυˬα, γεμίζουν τὰ γούλιˬα τ᾽ς ἄγανα Εὔβ. (Στρόπον.) Ἀνασήκωσε μὲ τὸ δάχτυλο τὰ χείλη της νὰ δῇ τὰ γούλιˬα, πού ᾽ταν κιˬ αὐτὰ σχεδὸν ἄσπρα Κ. Χρηστομ., Κερέν. κούκλ., σ. 21 || Φρ. Τὸ τρῶνε τὰ οὔλιˬα τὸ παιδὶ (= ἀρχίζει ἡ ὀδόντοφυΐα τοῦ παιδὸς καὶ αἰσθάνεται κνησμὸν εἰς τὰ οὖλα) Ἤπ. (Παλάσ.) Τρῶν τὰ γούλιˬα τ᾽ (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Θεσσ. (Δομοκ.) Τὰ πέρασι ἀπ᾽ τὰ γούλιˬα τ᾽ (= τὰ κατεδαπάνησε) Μακεδ. (Καταφύγ.) Συνών. φρ. Οὕλα τὰ περνάει ἀπὸ τὴ γούλη του. Συνών. δοντοκοιλιˬά, δοντωσιˬά, ριζομασελιˬά. 2) Ἡ ἀσθένεια τῶν οὔλων, οὐλῖτις Κύπρ. 3) Τὰ εἰς τὸ στόμιον τοῦ φούρνου λίθινα τόξα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἅμα ἀσπρίσουν dὰ ᾽ούλιˬα dοῦ φούρνου, ᾽ναι πυρωμένος. Συνών. γουλοφάγος, γουλοφάγουσα, νουσλᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/