γουρουνιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γουρουνιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γουρουνιˬὰ ἡ, Ἀττικ. Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ. κ.ἀ.) Σῦρ. (Ἑρμούπ.) - Λεξ. Δημητρ. γουρ᾽νιˬὰ Ἀμοργ. γ᾽ρουνιˬὰ Λέσβ. Σάμ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γουρούνι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιˬά.
Σημασιολογία
1) Ὁ θῆλυς γαλαθηνὸς χοῖρος Ἀμοργ. Κύπρ. (Καλοπαναγιώτ. Μουτουλ. Πεδουλ. Πρόδρομ κ.ἀ.) Εἶνdα παὰ γουρουνιˬὰ γιˬὰ καπύραν! (πόσον παχεῖα γουρουνοπούλα διὰ ψήσιμον!) Κύπρ. Γιˬὰ νὰ κάμουμεν τὴν γουρουνιˬάν, πρέπει ν᾽ ἅψουμεν μιˬὰν λαμπρατὰν καἰ κάψῃ κάρβουνα πολ-λὰ (νἀ κάμουμεν = νὰ ψήσωμε, λαμπρατὰ = φωτιὰ) Πεδουλ. Συνών. γουρουνοπούλα, γουρουνορουλίδα, γουρουνοπουλίτσα, μπουζοπούλα. 2) Ἡ ὀσμὴ τοῦ χοίρου Θεσσ. (Ἀρδάν.): Ἡ μπουμπότα εῖι μὶ λίπα κί μυρίζ᾽ γουρ᾽νιˬᾶς (λίπα = λίπος). Συνών εἰς λ. γουρουνίλα. 3) Μεταφ. α) Δυσωδία, ρυπαρότης Ἀττικ. Λέσβ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) - Λεξ. Δημητρ. β) Ἄπρεπης συμπεριφορά, ἀναισχυντία Ἀττικ. Λέσβ. Σῦρ. (Ἑρμούπ.) Χίος - Λεξ. Δημητρ.: Τί γ᾽ρουνιˬὰ εἶναι αὐτή! Λέσβ. Χαρά ᾽ς τὴ γουρουνιˬά του! Σῦρ. Συνών. ἀγένεια, ἀνανθρωπιˬά, ἀπανθρωπιˬά, ἀρκουδιˬά, γαιδουριˬὰ ΙΙ, γαιˬδουριλίκι, γαιˬδουροσύνη, *γαιˬδουρότη, γομαριˬὰ 3, γομαρίλα 2, γυφτιˬά 4, γυφτίλα 2, γυφτιλίκι, γύφτισμα, χωριατιˬά, ἀντίθ. εὐγένεια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA