γοῦτσος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γοῦτσος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γοῦτσος ὁ, Ἀντίπαξ. Ἐρεικ. Ἤπ. (Πάργ.) Θάσ. Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) Ἰθάκ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. Παξ. Σκῦρ. γοῦτσους Εὔβ. (Λιχὰς) Προπ. (Πέραμ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βενετ. guzzo = λέμβος ἁλιευτική.

Σημασιολογία

Λέμβος, ἁλιευτική, συνήθως ἄνευ βυθίσματος καὶ μὲ ἡμικυκλικὴν πρῷραν καὶ πρύμνην ἔνθ᾽ ἀν.: Πῆρα τὸ γοῦτσο τοῦ ξαδέρφου μου κ᾽ ἐπῆα γιˬὰ ψάρεμα Ὀθων. Μὲ τέσσερεις παλιˬόταβλες θὰ κάμῃς γοῦτσο; Ἐρεικ. Οὑ γοῦτσους ἔ᾽ δυˬὸ πουδουστάματα ἴσιˬα Εὔβ. (Λιχάς). Συνών. μπότης. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γοῦτσος καὶ ὡς ἐπών. Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/