γράφω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γράφω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γράφω κοιν. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. χωρίο Βουν. Χωρίο Ροχούδ.) Καππ. (Ἀξ. Ἀραβάν. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γράφου κοιν. βόρ. ἰδιώμ. Λυκ. (Λιβύσσ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γράφτω Βιθυν. (Κουβούκλ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ραιδεστ. Τσακίλ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Ποτάμ. Φερτ.) Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Προπ. (Μαρμαρ.) Ρόδ. (Ἀρχάγγελ.) Στερελλ. (Ἀχυρ. Σιβίστ.) γράφτου Ἁλόνν. Δαρδαν. Θεσσ. Θρᾴκ. (Καλαμ.) Καππ. (Μαλακ.) Λέσβ. Λῆμν. Μακεδ. (Ἀρν. Βόιον Καστορ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) gράφω Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτᾶν. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) Καλαβρ. (Μπόβ. Χωρίο Βουν.) γράβω Καππ. (Ἀξ. Ποτάμ. Φερτ.) γράβγω Μ. Ἀσία (Κυδων. Μοσχονήσ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γράβου Καππ. (Μισθ.) γαάφου Σαμοθρ. γράφω᾽ ᾽μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γράβγω᾽ ᾽μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) γράφουρ ἔνι Τσακων. (Πραστ.) ἰgράφω Ἀπουλ. (Κοριλ. Στερνατ.) Ἀόρ. ἐγράβα Τσακων. (Καστάν. Μέλαν.) ᾽γράβγα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) ἔγρασπα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) ἔγρατσα Καλαβρ. (Μπόβ.) ἔgρατσα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτᾶν. Μαρτιν. Στερνατ.) ἔgραφσα Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) ἔgρασ-σα Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) Μέσ. γραφούμενε Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) ἐγράμμα Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Τυρ.) Παρακ. εἶμαι gραμμένα Ἀπουλ. (Μαρτιν.) Προστ. ἀορ. γράσπε - γράσπετε Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Χωρίο Ροχούδ.) Ἀπαρ. ἀορ. γράσπει Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Χωρίο Ροχούδ.) gράτσει Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτᾶν. Μαρτιν. Στερνατ.) Μετοχ. ἐνεργ. ἐνεστ. γράφοντα πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Μπόβ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) gράφοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Κοριλ. Μαρτᾶν. Μαρτιν. Στερνατ. Τσολλῖν.) γράφτουσα Κύπρ. Ρόδ. Μετοχ. ἀορ. γράσποντα Καλαβρ. (Βουν. Γαλλικ. Ροχούδ. Χωρίο Ροχούδ.) gράτσοντα Ἀπουλ. (Καλημ. Καστριν. Μαρτᾶν. Μαρτιν. Στερνατ.) Μετοχ. μέσ. γραφούμενος πολλαχ. γραμ-μένος Κύπρ. γαμ-μένος Ἀπουλ. (Καλημ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Μπόβ. κ.ἀ.) γαμμένους Λέσβ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ρ. γράφω.
Σημασιολογία
1) Παριστάνω διά τῆς γραφίδος τὰ στοιχεῖα τοῦ ἀλφαβήτου ἢ ἐκφράζω ἔννοιάν τινα διὰ γραπτῶν χαρακτήρων κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. Καππ. Τσακων.: Γράφω μεγάλα - μικρὰ - στρογγυλὰ - κεφαλαῖα γράμματα. Γράφω καλὰ - κακὰ - ὄμορφα - ἄσκημα - ἴσιˬα - στραβὰ - ὄρθια - πλαγιˬαστὰ - γρήγορα - βιαστικὰ - ἰδιοχείρως - μὲ τὸ ἴδιˬο μου τὸ χέρι. Γράφω τὸ μάθημα - τὸ ὄνομά μου. Γράφω χωρὶς γυˬαλιˬὰ κοιν. Δὲν ξέρει νὰ γράφῃ οὔτε τὸ ὄνομά του. Δὲν ξέρει οὔτε νὰ γράφῃ οὔτε νὰ διˬαβάζῃ, εἶναι ἀναλφάβητος κοιν. Γράψε - γράψε ἐχάλασε ἡ πέννα (= ἀπὸ τὸ πολὺ γράψιμο) Κεφαλλ. Τὰ γλωσσίδια αὐτὰ γράφου πιˬὸ καλὰ (γλωσσίδιˬα = οἱ πέννες ὡρισμένου σχήματος) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Ἔγραφτάμι μὶ τοὺ ζουμὸ ἀπ᾽ τοὺ κριμμύδ᾽ ᾽ς ἄσπρου χαρτί, τοὺ πύρουνάμι ᾽ς τὴ φουτιˬὰ κὶ τοὺ διάβαζάμι Μακεδ. (Βόιον) Πᾶρι δυˬὸ στυλοὶ κὶ γράψ᾽ ὅσου θέ᾽ς Μακεδ. (Μεσολακκ.) Τὸ παιδὶ πάει ᾽ς τὴ σκάλα νὰ ματ-ταίῃ νὰ μελετῇ καὶ νὰ γράσπῃ Καλαβρ. (Γαλλικ.) Ἐκείνη τοῦ ἔδικε μία θ-θυχατέρα ἑνοῦ, ποὺ ἤ-ερε gράσπει (ποὺ ἢξερε νά γράφῃ) Καλαβρ. (Βουν.) Τοῦτο έν τοῦ ἠ-έρει μελετῇ dὲ νὰ γράσπῃ (δὲν ξέρει νά διαβάζῃ οὔτε νὰ γράφῃ) Καλαβρ. (Γαλλικ.) || Φρ. Γραμμένο ᾽ς τὸ πόδι - μὲ τὰ πόδιˬα -᾽ς τὸ γόνατο (δηλ. προχείρως) κοιν. Τοῦ τά ᾽γραψε χαρτὶ καὶ καλαμάρι (δηλ. καταλεπτῶς) κοιν. Κουράζεις τὰ πόδιˬα σου μ᾽ αὐτὰ ποὺ γράφεις (εἰρων., δηλ. γράφων προχείρως). Ἀθῆν. || Παροιμ. φρ.: Γράψε, Γιˬάννη, γράμματα καὶ γράψε τ᾽ ὄνομά μου (ἐπὶ τῶν ἀγραμμάτων τῶν οὐδὲ τὸ ὄνομά των δυναμένων νὰ γράψουν) Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.) || ᾌσμ. Γραμματικὸς ν-ἰκάθουνταν ᾽ς ἕνα ψηλὸ σαράι, ν-ἔγραφτι κὶ κουντύλιˬαζι τρία χρουνῶ μιλάνι Θεσσ. (Χάσ.) Τοὺ καλαμάρι ἔγραφι κὶ τοὺ χαρτὶ μιλοῦσι (κάλανδα) Στερελλ. (Παρνασσ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Νὰ ἰδῶ κ᾽ ἕνα γραμματικὸ ποὺ γράφει κιˬ ἀναγνώνει (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) β) Ὁρθογραφῶ κοιν.: Πῶς γράφετε τὸ ὄνομά σας; Πῶς γράφεται ἡ (τάδε) λέξη; κοιν. 2) Μετβ., μὲ ἀντικείμενον τὰς λέξεις γράμμα, γραφὴ κ.τ.ὅ., ἢ καὶ ἀμετβ., ἐπιστέλλω, ἀλληλογραφῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. Καλαβρ. (Γαλλικ. Χωρίο Βουν.) Καππ. (Ἀραβάν. Μισθ.) Πόντ. (Κάρς Κρώμν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Καστάν. Πραστ. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Μοῦ ᾽γραψε καὶ δὲν τοῦ ἀπάντησα. Γράψε του δυˬὸ γραμμές. Τοῦ ᾽γραψα δυˬὸ φορές. Δὲ μᾶς γράφεις κοιν. Ἤγραφε τοῦ γαbροῦ του πῶς εἶναι καλὸ παιδὶ Ἀντίπαρ. Χαιρετίσματα κιˬ ἀπὲ μένα π᾽ σὲ γράφτω τὸ γράμμα αὐτὸ Βιθυν. (Κουβούκλ.) Θὰ ζὲ γράψου γράμμα Πελοπν. (Κίτ.) Δὲ μὶ γράφιτι οὔτι γράμμα Στερελλ. (Αἰτωλ.) Γράφτει ἕνα γραμματάκι Προπ. (Μαρμαρ.) Μᾶς ἔγραφινι (μᾶς ἔγραφεν) Ἄνδρ. Γράφ᾽ ἕνα χαρτὶ κοριτιˬοῦ τὸ βάβα (γράφει ἕνα γράμμα εἰς τὸν πατέρα τοῦ κοριτσιοῦ) Ἀραβάν. Ἀπ᾽ ὅξου γράβιξιν (ἀπέξω ἔγραφε) Μισθ. Γράφτω καὶ στείλω σε ὕας καὶ χαιρετίας (σοῦ γράφω καὶ σοῦ στέλνω ὑγείαν καὶ χαιρετίσματα) Κάρς. Ἄς εἶχες γραψεῖναι (ἄς εἶχες γράψει) Τραπ. κ.ἀ. Ἔγραψα ᾽τον νὰ ἔρται (τοῦ ἔγραψα γράμμα νὰ ἔλθῃ) Τραπ. Χαλδ. Ντό γράφτ᾽ τὸ γράμμαν; (τί γράφει τὸ γράμμα;) Χαλδ. Ν᾽ ἐγράβα νὰ ζά᾽ νὰ ᾽ράῃ (τοῦ ἔγραψα νὰ πάῃ νὰ ἰδῇ) Καστάν. Πραστ. Ἐγράβα ι ἐγὼ (τὸ ἔγραψα ἐγὼ) Τσακων. (Χαβουτσ.) Ἐγράσπαϊ γιˬὰ ὅλο τὸ ρέν-νιˬο (ἔγραψαν γιὰ ὅλον τὸ βασίλειον) Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Γράφω μιˬὰν gραφὴ τοῦ γιˬοῦ μου Καλαβρ. (Γαλλικ.) Νὰ γραφώμαστε τοὐλάχιστο (ν᾽ ἀλληλογραφῶμεν) Γ. Ξενόπ., Ν. Ἑστ. 15 (1934), 73 || Φρ. ᾽Σ τὸ καλὸ καὶ νὰ μᾶς γράφῃς (λέγεται καὶ εἰρωνικῶς) κοιν. || ᾌσμ. ᾽Σ τὰ ἰννιˬὰ τὰ μαναστήριˬα | κάθουντι οἱ Κατσαραῖοι κ᾽ ἔγραφταν κουμμάτι γράμμα | ᾽ς τοὺν κατῆ κι ᾽ς τοὺν Δισπότη Θεσσ. (Χάσ.) Γράφω γράμμαν καὶ στείλω σε, χτυπῶ κιˬ ἀπάν᾽ τὴ βούλλα μ᾽, ἄρ᾽ εἶδες πῶς ἐποῖκα σε κ᾽ ἐκρέμασες τὴν γούλαν; Πόντ. (Κρώμν.) Γράψῃς δὲ γράψῃς τὴ γραφή, πέψῃς δὲ bέψῃς γράμμα, ἡ γιˬ-ἀγάπ᾽ ἀπού ᾽χ᾽ ἀπάνω σου εἶναι μεγάλο bρᾶμα Κρήτ. Ἐκάτσασιν κ᾽ ἐγράφασι ᾽ς τ᾽ ἄστρον καὶ ᾽ς τὸ φεγγάρι Κύπρ. Καὶ φέρτε πέννα καὶ χαρτὶ τῆς μάννας μου νὰ γράφω (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Παιδεμέν.) 3) Συνθέτω ἐγγράφως, συγγράφω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Τσολλῑν.): Γράφω ἕνα βιβλίο. Πο͜ιὸς τό ᾽γραψε αὐτὸ τὸ βιβλίο; Πο͜ιὸς ἔγραψε αὐτὴ τὴν κωμῳδία; Γράφει ποιήματα. Γράφει ἀπὸ μικρὸς κοιν. Ἐτούτη ἡ ἱστορία ἔπρεπε νὰ γραφτῇ μὲ γουρουνοπόδαρο (ἐνν. ὅτι εἶναι πολὺ ἀλλόκοτος) Κεφαλλ. Βάστα, νὰ γράιψ᾽ κὶ νιˬὰ ἱστουρία Στερελλ. (Παρνασσ.) Ὁ παππᾶς ἔγραψε ἕνα χαρτὶ μὲ τὴ λειτουρζία γραμμένη μὲ γράμμα φράgικο γράφοdα φραdζέζικα ὅ,τι θὲ νὰ πῇ (χαρτὶ = βιβλίον) Κορσ. || Φρ. Ὅ,τι γράφεται, δὲν εἶναι Εὐαγγέλιο! Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.) || ᾎσμ. Κ᾽ ἕνα τραβούδι γρῆκο | γιˬὰ σένα ἡ χέρα γράφει καί, γράφοντα, ἡ καρdία μου | γλυκέα - γλυκέα μοῦ ζάφει (ζάφει = πάλλει) Ἀπουλ. (Τσολλῖν.) 4) Καταγράφω εἰς φύλλον χάρτου, σημειῶ ἐγγράφως, καταχωρίζω εἰς κατάστιχον, ἀνοίγω λογαριασμόν, χρεώνω κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ.) Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ.) Πόντ. (Τραπ. Ἰνέπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Δῶσε μου ἕνα δεκάρικο καὶ γράφ᾽ το (εἰς τὸ βιβλίο τῶν πιστώσεων) κοιν. Γράφ᾽ το τὸ κρέας - τὸ ψωμὶ καὶ σοῦ τὸ πληρώνω τὸ Σάββατο κοιν. Τότε τσὶ συμφωνίες δὲν γράφτανε οἱ ἀθρῶπ᾽, μόνο μὲ τὸ λόγο τὶς εἴχανε Δαρδαν. Τώρα στιλνάμινους εἶσι γιˬὰ νὰ γράψ᾽ς αὐτά; (δηλ. διὰ νὰ καταγράψῃς τὴν τοπικὴν διάλεκτον• ἐλέχθη πρὸς συλλογέα) Μακεδ. (Βαρβάρ.) Θὰ σ᾽πῶ κιˬ ἄλλου ικρήου τραγούδ᾽, νὰ τοὺ γράψ᾽ς (νικρήου = νεκρικό, δηλ. μοιρολόι) Θεσσ. (Κακοπλεὺρ.) Καλὰ κάντ᾽ς ποὺ τὰ γράφ᾽ς, νὰ σουθοῦ Μακεδ. (Κοζ.) Ισὺ κλιˬέβις κουβέντις κὶ γράφ᾽ς Μακεδ. (Μεσολακκ.) Γράφω λουτρουΐαν (γράφω τὰ ὀνόματα εἰς τεμάχιον χάρτου, ἴνα μνημονεὺσῃ αὐτὰ ὁ ἱερεὺς κατὰ τὴν λειτουργίαν) Τραπ. Γράφισκαν τὰ ὀνόματα ᾽ς σὴ φυλλάδα (ἔγραφον τὰ ὀνόματα εἰς τὸ ψυχοχάρτι) Ἀνακ. Γράβ᾽ντε ᾽τάνι ταὶ τὰ ὀνόματα πάνω τῶ πεθαμένω ᾽ς ἕνα χαρτού᾽ ἀπάν᾽ ταὶ δίντε ά σι ᾽ς τὸν παππᾶ ταὶ μνημονεύγω ά σι (ἔγραφαν καὶ τὰ ὀνόματα τῶν πεθαμένων ἐπάνω εἰς ἕνα χαρτάκι καὶ τὰ ἔδιδαν εἰς τὸν παππᾶ καὶ τὰ ἐμνημόνευε) Χαβουτσ. «Περὶ πλέον εἰσέπραττεν ὁ παππᾶς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδον αἱ γυναῖκες, διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα εἰς τὰ ψυχοχάρτια» Α. Παπαδιαμ., Πεντάρφ., 13. Πουληθήκανε bόλικα φαgριˬὰ καὶ ἀετόπουλα, μὰ ὅλα γραμμένα ᾽ς τὸ κατάστιχο Ἐρεικ. Στάσου νὰ διˬῶ τοὺ τεφτέρ᾽ ἂν εἶσι γραμμένους (ἐνν. ὡς ὀφειλέτης, ἐὰν ὀφείλῃς κάτι) Θρᾴκ. (Ἡρακλίτσ.) || Φρ. Ποῦ τό ᾽βρες γραμμένο; (ἐπὶ παραδόξου καὶ ἀλόγου ἀπαιτήσεως) κοιν. Κοίταξε τί γράφει! (ἐπὶ ἀπειλῆς ἐνῶ συγχρόνως δεικνὺεται ἀπειλητικῶς ἡ παλάμη) κοιν. Πῶς γράφει; (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Τῆλ. κ.ἀ. Τὸν ἔχω γράψει ᾽ς τοῦ διˬαβόλου τὸ κατάστιχο (ἔχω σχηματίσει πολὺ κακὴν γνώμην περὶ αὐτοῦ) σὺνηθ. Τὸν ἔχει γράψει ᾽ς τὸ μαυροπίνακα (τὸν ἔχει προγράψει, σκέπτεται ἄσχημα περὶ αὐτοῦ) πολλαχ. Εἶι γραμμένους ᾽ς τὰ κακὰ κατάστιχα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. βοα. ἰδιωμ. Αὐτὸν δὲν τὸν γράφουν τὰ δεφτέριˬα μου (τὸν ἀγνοῶ, τὸν περιφρονῶ) Πελοπν. (Πάτρ. κ.ἀ.) Θὰ τὸν γράψω ᾽ς τὰ παλιˬά μου τὰ δεφτέριˬα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. Τὸν γράφω ᾽ς τὰ παλιˬά μου τὰ παπούτσιˬα (ἐπὶ ἐσχάτης περιφρονήσεως) κοιν. Αὐτὰ τὰ γράφου ᾽ς τοὺν πάτου ἀπ᾽ τὰ τσαρούχια (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Δολιαν.) Τὸν γράφω ᾽ς τὴν πατοῦσα μου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ᾽Σ τὴ φτέρνα μου σὲ γράφω (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Τρίκκ. κ.ἀ.) Ἅμα μὲ ξαναδῇς, γράψε με (ὅταν κάποιος ἀπειλῇ ὅτι δὲν πρόκειται νὰ τὸν ἰδοῦν ἐπανεμφανιζόμενον κάπου) πολλαχ. Γράφ᾽ τα ᾽ς τὸ σφουγγάρι (ἐπὶ ὀφειλῆς τῆς ὁποίας δὲν ἀναμένει τις τὴν ἐξόφλησιν) ἐνιαχ. Τὸ γράφω ᾽κεῖ ποὺ δὲν πιˬάνει μελάνι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. Τὸν γράφω ᾽ς τ᾽ ἀρχίδιˬα μου (ὑβριστικῶς, πρὸς ἔνδειξιν μεγίστης περιφρονήσεως ἢ ἀδιαφορίας) πολλαχ. ᾽Σ τ᾽ ἀγγειά μ᾽ τοὺν γράφου (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σὲ γράφω᾽ς τὰ λιόκια μ᾽ (= ὄρχεις• ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Κωστάν. Μέγα Περιστ. κ.ἀ.) Εδῶ τόνε γράφω, ᾽ς τὰ κατσάκιˬα (= ὄρχεις• ἡ φρ. συνοδεὺεται ὑπὸ ἀσέμνου χειρονομίας) Πελοπν. (Παιδεμέν.) Σὲ γράφω ᾽ς τ᾽ ἄγραφα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Κωστάν. Μέγα Περιστ. κ.ἀ.) Τὸν ἔγραψε ᾽ς τὸν κόλο τ᾽ς (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Ἤπ. (Δολιαν. κ.ἀ.) Αὐτὰ ποὺ λέου ἐγὼ τὰ γράφεις ᾽ς τὸ gόλο ζου (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Κίτ.) ᾽Σ τοὺ κουλουδιˬάσιλου σὶ γράφου (κουλουδιˬάσιλου = τὸ περίνεον) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὸν ἔχω γραμμένο ᾽ς τὴ μαύρη χούνη (εἰς τὸ αἰδοῖον) Πελοπν. (Μάν.) Δὲν dοὺν γράφου ᾽ς τὴν ἀπαλάμη μου (δὲν λαμβάνω φροντίδα περὶ αὐτοῦ, δὲν τὸν ὑπολογίζω) Α. Ρουμελ. (Φιλιπποὺπ.) Γράφω ᾽ς τὴ bαλάμη μου (λησμονῶ εὐκόλως) Πελοπν. (Καρδαμ.) ᾽Σ σὴ ροκοπέτζα της τὸ εἶδε γραμμένο (ροκοπέτζα = μεμβράνη διὰ τῆς ὁποίας περιβάλλουν τὴν κεφαλὴν τῆς ἠλακάτης• ἐπὶ φανταστικῆς ἀγγελίας, εἰδήσεως) Ἰνέπ. Γράψε γράψε, κάτσε κλάψε (ὁ ἐπὶ πιστώσει πωλῶν καὶ γράφων πρέπει νὰ θεωρῇ τὰ ὀφειλόμενα ὡς ἀπολεσθέντα) Ἤπ. Θεσσ. (Κακοπλεύρ. κ.ἀ.) Γράψε τα ᾽ς τὸ χάσ᾽ δεφτέριν (ἀφοῦ τὰ ὀφειλόμενα δὲν θὰ ἐπιστραφοῦν, ἄς γραφοῦν εἰς τὴν μερίδα τῶν ζημιῶν) Κύπρ. Γράφ᾽ τα᾽ ς τὸ νύχι σου (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Γράψ᾽ τα ᾽ς τὸ μποὺζ᾽ (= στὸν πάγο) Θράκ. (Σαρεκκλ.) Τὸ ᾽γραψε ἀπάνου ᾽ς τὸ νερὸ - ᾽ς τὸ χιˬόνι (συνών. μὲ τὰς προηγουμ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα Γορτυν.) Συνών. παροιμ. φρ. δανεικὰ κι ἀγύριστα. Γάδαρι, γαδάρου ὑγιˬέ, γράβεις τσιˬ ἀνιγνώνεις, πόσ᾽ ἄστρα ἔ᾽ ἡ γί οὐρανὸς (σκωπτικῶς πρὸς μελετηρὸν ἄνθρωπον) Κυδων. Ἁ Παναγιˬὰ ἁ Παπαντὴ γράβγει τσ᾽ Ἅι Συμεὼ σημαδεύγγω (= σημαδεύων ἐστί• ἡ Παναγία ἡ Ὑπαπαντή γράφει καὶ ὁ Ἅγιος Συμεὼν σημαδεύει, προκαλεῖ δηλ. σημεῖα, βλάπτει• πρὸς τοὺς ἐργαζομένους, διὰ νὰ ἀποφεύγουν τήν ἐργασίαν κατὰ τὴν ἑορτήν τῶν δύο αὐτῶν ἁγίων) Χαβουτσ. Ποῦ νὰ γράφτωμ᾽ ἀτο; ᾽ς σ᾽ ἀπανωθύρ᾽ ἢ ᾽ς σὸ κατωθύρ᾽; (ποῦ νὰ ἐγγράψωμεν τὸ σπάνιον τοῦτο γεγονός, εἰς τὸ ὑπέρθυρον ἢ εἰς τὸ κατώφλιον; Πρὸς φίλον πραγματοποιοῦντα ἐπίσκεψιν μετὰ μακρὰν ἀπουσίαν) Τραπ. Θὰ σὲ γράψου ᾽ς τὸ βήσσαλο (= θραῦσμα κεράμου• θὰ σὲ καταρασθῶ νὰ πεθάνῃς ἀρά. Ἡ σημ. ἐκ τοῦ ὅτι οἱ ἱερεῖς κατὰ τὴν ταφήν γράφουν εἰς τεμάχιον κεράμου τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ καὶ τὰ γραμματικὰ σύμβολα τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ ἐπιθέτουν ἐπὶ τοῦ τάφου) Εὔβ. (Βρύσ.) Ὅ γέγραφα γέγραφα (Κ. Δ., Ἰωάνν., 19, 20• ἐπὶ ἀμετατρέπτου ἀποφάσεως) λόγ. πολλαχ. Γέγραπται περὶ ἐμοῦ (Κ. Δ., Παῦλ. Ἑβρ. 10, 7. Πβ. Μᾶρκ. 14, 21 «καθὼς γέγραπται περὶ αὐτοῦ»• ἐπὶ ἀλαζόνων) Λυκ. (Λιβύσσ.) || Παροιμ. Χαρτιὰ γραμμένα, στόματα κλεισμένα (ἐπὶ τῶν ἐχόντων ἐγγράφους μαρτυρίας) Νίσυρ. κ.ἀ. Τὰ γραμμένα ᾽ὲν τὰ κάμνουν ταὶ τ᾽ ἀνέγραφα γυρεύουν (ἐπὶ τῶν ἀμελούντων τἀ ἰδικά των συμφέροντα διὰ τὰ ξένα) Κύπρ. Καλόγερος κρεμάμενος ἔγραφε κιˬ ἀπόγραφε (ἐπὶ ἀνθρώπου ὑποσχομένου ἐξ ἀνάγκης τὰ πάντα) Πελοπν. (Κορινθ. Σαραντάπ.) Παππᾶς διμένους γράφτ᾽ κὶ ξιγράφτ᾽ (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ὅλα ἔσαν ᾽ς σὸ κατσί μ᾽ γραμμένα κιˬ ἀτὸ ᾽ς σὸ κότσι μ᾽ (πάντα τὰ ἄλλα ἦσαν γραμμένα ἐπὶ τοῦ μετώπου μου, τοῦτο δὲ ἐπὶ τοῦ ἀστραγάλου μου. Ἐπὶ μικροῦ καὶ ἀναξίου λόγου ἀτυχήματος, παραβαλλομένου πρὸς δεινότερα, ἅτινα ἔχει ὑποστῆ ὁ λέγων) Πόντ. (Τραπ.) || Γνωμ. Τὰ γραμμένα μένουνε, καὶ τὰ μαθαίνουν κιˬ ἄλλοι ἐνιαχ. Τὰ γραμμένα δὲν ἀλησμονε͜ιῶνται ἐνιαχ. Τὰ λόγια φεύγουν, τὰ γραμμένα μένουν! (πβ. verba Volant, scripta manent). Πελοπν. (Πάτρ.) κ.ἀ. || ᾌσμ. Παππᾶδες καὶ πνεματικοὶ, ποῦ τό ᾽βραταν γραμμένο ὅπ᾽ ἀγαπάει ν᾽ ἀπαρνηθῇ καὶ νά ᾽ν᾽ καὶ σ᾽χωρεμένο; Ἤπ. Νὰ σοῦ δείφσω ᾽ς τὸ πέτο τί βαστῶ; Τὸν ὥριˬο νόμα σου βαστῶ γραμ-μένο Ἀπουλ. (Καλημ.) Γιὰ νὰ τοῦ γράψῃ τ᾽ ὄνομα ᾽ς οὕλα τὰ μοναστήριˬα Μακεδ. Ὅσα μοῦ ᾽χεις καμωμένα, | ᾽ς τὸ χαρτὶ τά ᾽χω γραμμένα Κρήτ. Τρεῖς χρόνους γράφουν τὰ προικιˬὰ καὶ τρεῖς τὰ παραπροίκιˬα Μακεδ. (Βόιον). Ἐννιˬὰ μέρες κ᾽ ἐννιˬὰ νύχτες γραφούνταν τὰ προικιˬά της κιˬ ἀς τὰ ᾽ννιˬὰ μέρες ὕστερα καὶ τὰ καθημερ᾽νά της Καππ. (Σινασσ.) β) Ἐγγράφω εἰς κατάλογον (μητρῷον, μαθητολόγιον κτλ.), κατατάσσω, στρατολογῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Στερνατ.) Καλαβρ. (Γαλλικ.) Τσακων. (Πραστ.): Ἔγραψα τὸ παιδὶ ᾽ς τὸ σχολεῖο. Γράφτηκε ᾽ς τὸ Πανεπιστήμιο. Γιˬὰ νὰ γραφτοῦ ᾽ς τοὺ σκουλεῖου θέλου ἕνα σουρὸ χαρτιˬά, γιˬατὶ δίχους αὐτὰ δὲ μὶ γράφ᾽ι Στερελλ. (Περίστ.) Ἐγράφτηκαν τὰ παιδιˬὰ (ἔγιναν οἱ ἐγγραφὲς) Νίσυρ. Ἠπῆρτα νὰ gράτσω τὰ παιdία ᾽ς τὴ σκόλα (πῆγα νὰ ἐγγράψω τὰ παιδιὰ στὸ σχολεῖο) Στερνατ. Ἐγράβε τὸ ὑζέσι ὸ σκολείε, ἐζοὺ ὄ ᾽γράμμα ἀκόνη (ἔγραψε τὸν υἱόν του εἰς τὸ σχολεῖον, ἐγὼ δὲν ἐγράφην ἀκόμη) Πραστ. Τότε ᾽ὲν ἠγράφουνdαν (εἰς τὸ δημοτολόγιον) Ἡράκλ. Γράφ᾽κι ᾽ς τοὺ χουριˬὸ (ὡς κάτοικος, μέλος τῆς κοινότητος) Ἤπ. (Δωδών.) Μουλάρι ἔν᾽ dὸ παιδὶ ποὺ ᾽ὲν ἔ᾽ γραμ-μένο μὲ τὸ νόμαν dοῦ ιˬουροῦ του Γαλλικ. Ἠπῆαν κ᾽ ἠ γραφτήκανε κ᾽ ἠπήανε ᾽ς τὴν Αὐστράλια Ἀγαθον. Ἦτα γραμμένος ᾽ς τὸ στρατὸ (ὑπηρέτει ὡς στρατιώτης) Πελοπν. (Ἀρεόπ.) «Ὁ αὐτοκράτωρ Ἀλέξανδρος κάμνει πρόσκλησιν διὰ νὰ γραφθοῦν οἱ Ἕλληνες εἰς τὰ στρατεύματα» Θ. Κολοκοτρ., Διήγ. συμβάντ., 15. ‖ Παροιμ. Δοῦλος γράφτηκες, μὴν ὀκνεύγεσαι (ἀφοῦ ἀνέλαβες ὑπηρεσίαν, ὀφείλεις νἀ ἐργάζεσαι μετὰ ζήλου) Θήρ. || ᾌσμ. Ἐψὲς ἢμουν ᾽ς τοὺς οὐρανοὺς καὶ τώρα ἦρθ᾽ ἀπέκει, κιˬ ἄκουσα ποὺ σὲ ἔγραψαν μὲ τοὺς ἀποθαμένους Ἤπ. Αὐτοῦ ποὺ πᾷς ᾽ς τὴν ἐκκλησιˬά, | γιˬὰ μᾶς μετάνοιˬα κάνε μιˬά, νὰ μὴ μᾶς πάρουν ἡ Τουρκιˬά, | μᾶς γράψουν ᾽ς τὴ γενιτσαριˬὰ Ἤπ. Μὰ πῆτε τῆς μαννίτσας μου πὼς ἢμουνα γραμμένος ἐγράφθησα ᾽ς τὴ Μπαρμπαριˬά, ᾽ς τοὺς Τούρκους, ᾽ς τὴν ἀρμάδα Κορσ. γ) Καταγγέλλω, μηνύω ἐγγράφως σύνηθ.: Τὸν ἔγραψε ὁ τροχονόμος γιˬὰ παράνομη στάθμευση. Τὸν ἔγραψε ὁ χωροφύλακας γιˬὰ κατάληψη τοῦ πεζοδρομίου χωρὶς ἄδεια τοῦ δήμου σύνηθ. 5) Κληροδοτῶ ἐγγράφως, προικίζω κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Τσακων. (Πραστ.): Γράφω τὸ σπίτι ᾽ς τὴ γυναίκα μου -᾽ς τὸ παιδὶ μου -᾽ς τὴν κόρη μου. Τῆς τὰ ἔχει γράψει ὅλα (διὰ συμβολαίου ἔχει καταστήσει αὐτήν κυρίαν κάτοχον τῶν πραγμάτων τῆς περιουσίας) κοιν. Τοῦ τά ᾽γραψα οὕλα τοῦ γιˬοῦ μου Κύθν. Τ᾽ ἀμπέλι τὸ καλὸ τό ᾽γραψε ᾽ς τὸ στερνοπούλι του Πελοπν. (Δάρα Ἀρκαδ.) Ἤγραψένε τῆς κόρης του τὸ ἀbέλι Ἄνδρ. Οὕλα αὐτὰ τὰ μασάλιˬα ποὺ σοῦ κάνουν εἶνι γιˬὰ νὰ τ᾽ς γράψ᾽ τοὺ βιˬό σ᾽ (μασάλιˬα = περιποιήσεις) Μακεδ. (Θεσσαλον.) Ἔγραψε τὸ σπίτι dης ᾽ς τὴν ἄλλη dης τὴν ἀνεψὰ Σύμ. Ξέεις καὶ τί μαγιˬούπης εἶναι dὸ Σταυρί; ἐκατάφερε dὴ πετ-εργιˬὰ κὶ ἔγραψέ dου καί τὸ σπίτι (μαγιˬούπης = κόλαξ, πετ-εργιˬὰ = πεθερά) αὐτόθ. Μὰ τὸ σπίτι ἐγράψασί τση το; μὰ νὰ τσῆ γράψουνε θένε καὶ καμμιˬὰν εἰκοσαριˬὰ ζουλοπρόβατα (= γιδοπρόβατα) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Δὲ σ᾽ τόνε γράφω τὸ μύλο Μύκ. Δὲ θὰ ντ᾽ ἀφήκω τίποτα, θὰ ντὰ γράψω οὕλα κεινῶνεε Πελοπν. (Μεσσην.) Νὶ ἐγράβε δύ᾽ κομμάκιˬα χούρα (τοῦ ἔγραψε δύο κομμάτια χωράφι) Τσακων. (Πραστ.) Σήμερα θὰ πάμενε νὰ τὰ γράψωμενε (σήμερον θἀ μεταβῶμεν νά κάνωμεν προικοσύμφωνον) Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Θὰ σοῦ γράψω τὸ Gάτω Λάκκο Κρήτ. Νὰ σὲ γράψ᾽ τὰ πράτα μου (=τὰ πρόβατά μου) Ἤπ. Σήμερα γράφουνε ᾽ς τοῦ Γληγόρη (σήμερον συντάσσουν συμβόλαιον εἰς τὴν οἰκίαν τοῦ Γρηγορίου) Ἄνδρ. || Φρ. Τῆς τὰ ᾽γραψε πέτρα - ξύλο (τῆς ἐκληροδότησε ὅλην τήν περιουσίαν του) Κρήτ. || Παροιμ. φρ. Ὅσο τριτσινάει ὁ Γιˬάννης | τόσο γράφει ὁ μπάρμπα Γιˬάννης (εἰς τὰς ἀπαιτήσεις τοῦ γαμβροῦ ὑποχωρῶν ὁ πενθερὸς αὐξάνει την προῖκαν) Πελοπν. (Γορτυν.) || ᾌσμ. Ἀνοιχτοτέρη dὸ gριὸ μοῦ γράψασίνε bροῖκα μὲ τὸ κουδούνι τὸ χρουσό, νὰ πάρω τὴ Μαρίκα Κῶς (Πυλ.) Τὰ ζωdόβοά μου ὅα | γράφω ᾽ς τὸ bαππᾶ Νικόα (ζωdόβοα = ζῷα• ἐδῶ εἰρων. ψεῖρες) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Ποίημ. Ὅπως κανένας κάποτε ποὺ βλέπει ᾽ς τ᾽ ὅρομάν του πὼς οὕλα τὰ βασίλεια γράφουνται ᾽ς τ᾽ ὄνομάν του Χ. Παλαίσ., Θάνατ. Εἰρήν. 2. 6) Καθορίζω, οἱονεὶ καταγράφων, τὸ πεπρωμένον, ἐπὶ τῆς μοίρας, τῆς τύχης ἢ τοῦ θεοῦ κοιν. καὶ Καππ. (Ἀνακ.) Πόντ. (Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ.): Τοῦ ᾽γραφε ἡ μοῖρα του νὰ πνιγῇ - νὰ σκοτωθῇ. Ἤτανε γραμμένο (ἐπέπρωτο) κοιν. Θά ᾽ρθ᾽ ἡ μοῖρα του νὰ τοὺ γράψ᾽ Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Αὐτὸν μοῦ γράφει ἡ τύχη μου Πελοπν. (Κορινθ.) Ὅ,τι γράφει ἡ μοῖρα, θὰ γενῇ Πελοπν. (Παππούλ.) Ἅμα γι᾽θῇ τοὺ μ᾽κρό πααίνουν οἱ μοῖρις κὶ τοὺ γράφ᾽ν Μακεδ. (Βρία). Οὑ ἄγγιλους ρωτᾷ τ᾽ς Μοῖρις «πῶς ἔγραφαν», καὶ αὐτὲς λένι «ὅπους ηὕραμι» Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) ᾽Σ τὸ τρεῖ μέρε μόλα ἁ μοῖρα ταὶ γράβγα τὸ καβγὶ τὰ μοῖρα σ᾽ (= στὶς τρεῖς μέρες ἔρχεται ἡ μοῖρα καὶ γράφει τοῦ παιδιοῦ τὴ μοῖρα του) Τσακων. (Χαβουτσ.) Τὰ φλιτζάνια τὰ βάζουμι τἀπίστουμα, νὰ δοῦμι τί γράφουν (τἁπίστουμα = ἀνάποδα) Θεσσ. (Νερόμυλ.) Ὅπου τόνε γράψενε ὁ θεός, ἔτσι θὰ πάῃ (ὅπως ἔχει προορίσει ὁ θεός, τοιουτοτρόπως θὰ ἀποθάνῃ) Νάξ. (Δαμαλ.) Ἀποὺ ᾽κεῖ ἦταν γραμμένου νὰ πάῃ Θεσσ. (Ἐλασσ.) Γραμμένη μοῦ ᾽τονε καὶ τούτη ἡ φουρτούνα νὰ τὴ bεράσω; Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Φρ. ᾽Σ σὸ κιφάλιν ἀτ᾽ γραμμένον ἔτον (ἦτο γραμμένον εἰς τὸ κεφάλι του νὰ πάθη αὐτὸ) Κερασ. Μοῦ τό ᾽γράφε ἡ μοῖρα μου Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κιˬ ὅ,τι μ᾽ ἔγραψεν ἡ μοῖρα (ἐπὶ τολμηρᾶς ἀποφάσεως) Α. Ρουμελ. (Καρ.) ‖ Παροιμ. Τά γράφει ἡ μοῖρα τοῦ παιδιοῦ, πελέκι δὲ dὰ κὸβγει Κρήτ. (Νεὰπ.) Ὅ,τι γράφει τὸ χαρτί, σκιπάρνι δὲν τὸ κόβγει Μῆλ. Τὰ γράφου dὰ χαρθιˬά, dραπάνι δὲ dὰ κόβγει Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ποὺ γράψ᾽ ὁ θεὸς ξεβράκωτον, ποτὲ βρακὶ δὲν βάλλει Θήρ. || Γνωμ. Ὅπου γράφει, δὲν ξεγράφει (ἀμετάτρεπτοι αἱ ἀποφάσεις τῆς μοίρας) κοιν. Ὅ,τι γράφει, δὲν ξεγράφει (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Ὅ,τι μέλλει, δὲν ξεμέλλει κιˬ ὅ,τι γράφει, δὲν ξεγράφει (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Ἀφοῦ γράψῃ, δὲν ξεγράφει (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Ὅ,τι γράφ᾽ ἡ μοῖρα, δὲν ξεγράφ᾽ Μακεδ. (Χαλάστρ.) Τὰ γράφ᾽ ἡ μοῖρα, δὲν ξεγράφει Κρήτ. (Νεάπ.) ᾽Σ σὸ κατζὶν τ᾽ ἀθρώπ᾽ ἢντν ἐγράφει ἄλλο ᾽κὶ ἀπογράφκεται (κατζὶν = μέτωπον, ἢντν = ὅ,τι καὶ ἄν• τὸ πεπρωμένον δὲν διαγράφεται, δὲν ἀποφεύγεται) Πόντ. Ἤντν ἔν᾽ γραμμένον ᾽ς σὸ κατσί σ᾽ κιάν᾽, ἀτὸ θὰ λέπ᾽ς (ὅ,τι εἶναι γραμμένον εἰς τὸ μέτωπόν σου, αὐτὸ θὰ δῇς• συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πόντ. (Ἀντρεάντ.) || ᾌσμ. Ἀπού ᾽γραψε τὴ μοῖρα μου, μὴ bιˬάσῃ bλιˬὸ κοdύλι νὰ ξαναγράψῃ θηλυκοῦ τὸ πρικαμένο ἀχείλι Κρήτ. Ὅλα τοῦ κόσμου τὰ κακὰ ᾽ς ἐμένα ἦταν γραμμένα νὰ τὰ τραυάω τ᾽ ὀρφανὸ ὅλ᾽ ἀπὸ ἕνα-ἕνα Ἤπ. Νανά, ποὺ τἄχ᾽ ἡ μοῖρα του χίλιˬα καλὰ γραμμένα Λέσβ. Τρεῖς ἀδερφῆδες ἢμεστα, κ᾽ οἱ τρεῖς κακὰ γραμμένες Κρήτ. (Βιάνν.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλ. κ.ἀ. Τσεβδέ μου, σἂσ-σ᾽ ἐπλούμιζ-ζα εἶχα χαρὰμ - μεάλη, μασούρι σ-σύρμα ἔβαζ-ζα, στεμόνιν dὸ λοάρι κ᾽ ἐπάνω ᾽ς τὴν ξετέλεψη λιοχρονιˬὰ τοῦ ᾽γράφτη κ᾽ ἐπῆρεν dον ὁ χάροdας, δὲφ-φαίνεται πιˬὰ νά ᾽ρθῃ (τσεβδὲς = εἶδος πολυτελοῦς μανδηλίου, λοάρι = λογάρι, λιοχρονιˬὰ = λιγοχρονιὰ) Νίσυρ. Ἡ μάννα κάνει τὸ παιδὶ κ᾽ ἡ μοῖρα τὸ μοιραίνει κιˬ ὅπως τοῦ γράψῃ, γράφεται κιˬ ὅπως τοῦ πῇ, πεθαίνει (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Μάν.) Συνών. μοιραίνω. 7) Ἐπιγράφω, χαράσσω σημεῖα τοῦ ἀλφαβήτου, παράγω σχήματα πολλαχ.: Κἄτι ἦταν γραμμένο πάνω ᾽ς τὴν πέτρα- ᾽ς τὸ μάρμαρο - ᾽ς τὸ ξύλο. || Φρ. ᾽Σ τὸν ἄμμο γράφει (ἐπὶ τῶν ματαιοπονούντων) κοιν. Μόλις τό ᾽κουψι ᾽ς τὰ δύου, πιτάχτηκι ἕνα δαχτ᾽λίδ᾽ ἀποὺ μέσα, ἔγραφι τ᾽ ὄνουμά τ᾽ς (ἐκ παραμυθ.) Στερελλ. (Ἀστακ.) Θωρεῖ τὸ σπαθάτσιν dου τσ᾽ ἢγραφε: δέκα σκοτών-νω καθιστός, τσ᾽ ἀλοίμονον τζ᾽ ἂ σηκωθῶ Ἀστυπ. Ξέρεις τί θάλασσα ἢτανε; ἢγραφες (ἐνν. ἐπάνω της• ἐπὶ ἀπολύτου νηνεμίας) Ἰκαρ. (Εὔδηλ) || Αἴνιγμ.: Γάιˬδαρος δὲν εἶναι, σαμάρι φορεῖ, | βόιˬδι δὲν εἶναι, κέρατα ἔχει, | γραμματικὸς δὲν εἶναι καὶ περπατεῖ καὶ γράφει (ὁ κοχλίας) Πελοπν. (Βούρβουρ.) Οὕλη μέρα γράφει, γράφει, | καὶ τὸ βράδυ μυῖγες χάφτει (τὸ παπούτσι) Πελοπν. (Κρεμμ. Παππούλ.) || ᾎσμ.: Διˬαμαντένιˬο δαχτυλίδι ποὺ φορεῖς ᾽ς τὸ χέρι σου, ὥς καὶ ᾽κεῖνο γράφτει ἐπάνω πὼς θὰ γίνω ταίρι σου Θράκ. (Ραιδεστ.) β) Μεταφ., ἐγχαράσσω εἰς τὴν μνήμην, εἰς τὴν καρδίαν κ.τ.ὅ., ἐνθυμοῦμαι πολλαχ. καὶ Ἀπουλ. (Στερνατ.): Φρ. Αὐτὸ νὰ τὸ γράψῃς! (ἐπὶ ἀπειλῆς• νὰ ἐνθυμῆσαι τὸ κακὸν τὸ ὁποῖον μᾶς ἔκαμες, διότι θὰ σοῦ τὸ ἀνταποδώσωμεν) Αὐτὸ γράψ᾽ το | (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Αὐτὸ ποὺ μοῦ λὲς τὸ γράφω (θὰ τὸ ἐνθυμοῦμαι). Τὸ ἔχω γραμμένο (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) πολλαχ. ‖ ᾎσμ. Ἰπάει νὰ βρῇ ᾽ς-σὴχ Χώρα μ-μου τὸ jένο. π᾽ ἔχω γραμμένο ἀμέσα ᾽ς τὴν καρdία Στερνατ. 8) Ζωγραφίζω, κοσμῶ, σχεδιάζω Εὔβ. (Γαλτσ. Κουρ.) Θράκ. (Αἶν. Διδυμότ.) Ἰων. (Κρήν.) Κρήτ. (Μεραμβ. κ.ἄ.) Λέσβ. Μακεδ. (Σιάτ.) Μῆλ. Πελοπν. (Λάστ.) Σάμ - Α. Προβελ., Ποίημ., 10 Κ. Παλαμ., Δειλοὶ καὶ σκληρ. στίχ.2, 91, Καημοὶ λιμνοθ., 40 Γ. Ζαλοκώστ., εἰς Ἀνθολογ. Η. Ἀποστολίδ., 91: Τὰ κιντήματα τὰ γράφτουμι ᾽ς τοὺν ἀργαλε͜ιὸ Διδυμότ. || ᾌσμ. Εἴκοσι μέρες νηστικὸς ἔκαμ᾽ ἕνας ζωγράφος νὰ γράψῃ τὰ ματάκιˬα σου καὶ πάλ᾽ ἔκαμε λάθος Σάμ. Τὰ μάτιˬα σου, τὰ φρύδιˬα σου τὰ γράψαν οἱ ἀγγέλοι καὶ δώδεκα γραμματικοὶ βαστοῦσαν τὸ καλέμι Κρήν. Ὅταν σὲ ᾽γέννα ἡ μάννα σου, ἦταν γιˬουρτὴ κι σκόλη κὶ ἦρταν κὶ σὶ ᾽γράψανι οἱ δώδικ᾽ Ἀπουστόλοι Λέσβ. Τὰ φρύδιˬα σ᾽ πο͜ιὸς σὶ τά ᾽γραψε κί σώθ᾽κι τοὺ μιλά᾽ κὶ τά ᾽κανι τόσου στινὰ σὰν τοῦ χρυσὸ γαϊτά᾽; Αἶν. Ὀγδόντα πλοῖα ἔρκονται ἀπὸ τὴν Ἀγγλιτέρα, νὰ γράψουνε τὰ χείλη σου, γλυτσή μου πελιστέρα! Γαλτσ. Νά ᾽χῃ μύτη κοdυλένιˬα | καὶ γραμμένη μὲ τὴν πένα Μεραμβ. ᾽Σ τὸν οὐρανὸν θὰν ἀνεβῶ, νὰ διπλωθῶ νὰ κάτσω, νὰ πιˬάσω bένα καὶ χαρτί, τὰ κάλλη σου νὰ γράψω Κρήτ. Γαbρέ, πλατάνι δροσερό, νύφ-φη μου κρύα βρύση, ἡ ἐμορφιά σας γράφτησε ᾽ς-ς Ἀνατολὴ ταὶ Δύση Κάλυμν. Ἦρτεν ἐμιˬά ᾽νὰν περιστέρ᾽ καὶ ᾽ς τοῦ σταυροῦ τὴ μέση γράφτισκεν Ἅγιος Γεώργιος χρυσὸς καὶ καβαλάρης Καππ. Καὶ μέσ᾽ ᾽ς τὴ μέση τσ᾽ ἐκκλησιˬᾶς γράφ᾽ ἕνα καβαλλάρη ἀρματωμένο μὲ σπαθὶ καὶ μὲ χρυσὸ κοντάρι Μῆλ. Τὸ ᾆσμα εἰς παραλλαγ. κ.ἀ. Μὰ ᾽γώ, κοντέ μ᾽, κι ἂν διˬάζωμαι, κοντέ μ᾽, κι ἄν καλαμίζω, γραμμένο σ᾽ ἔχω ᾽ς τὸ παννί, γραμμένο καί ᾽ς τὸ χτένι καὶ ᾽ς τὴ σαΐτα ποὺ περνῶ σ᾽ ἔχω ζωγραφισμένον Γαλτσ. || Ποιήμ. Μιˬὰ ζωγραφιˬά, ποὺ δὲν τὴν ἔχουν γράψει χέρια, πλανᾶται ἐπάνω ᾽ς τὰ ροδόχρυσά σου πλάτη Α. Προβελ ἔνθ᾽ ἀν. Ἡ χάρη τῶν ἄκακων πουλλιῶν γραμμένη ἀπάνου ᾽ς τ᾽ ἀνάστημά της Κ. Παλαμ., Καημοὶ λιμνοθ., 49. Τὰ φρύδιˬα της σὰν νὰ ἢτανε γραμμένα μὲ κονδύλι Γ. Ζαλοκώστ. εἰς Ἀνθολογ. Η. Αποστολίδ 91. 9) Μαγεύω, δι᾽ ἀναγραφῆς μαγικῶν ἐπῳδῶν ἢ συμβόλων ἐπιδιώκω τὴν θεραπείαν ἀσθενείας τινὸς Ἀμοργ. Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν. Βρύσ.) Θεσσ. (Νερόμυλ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύπρ.: Γράφει μὲ τὸ σημεῖον τοῦ σταυροῦ Ἀμοργ. Γράφ᾽ ἡ παππᾶς μιˬὰ πέτρα σταυρὸ κὶ τ᾽ βάζ᾽ ἀπ᾽ κατ᾽ νὰ μὴ ζ᾽γώ᾽ τίπουτα (ζ᾽γώ᾽ = ζυγώνει, πλησιάζει) Νερόμυλ. Οὑ παπποῦς μ᾽ ἔγραφ᾽ τ᾽ θέρμη. Πάνω ᾽ς ἕνα πιάτου ἄσπρου κάτασπρου ᾽ν ἔγραφ᾽, ἀλλὰ τί ἔγραφ᾽ δὲν ξέρω. Ἔλιγι κὶ κἄτ᾽ λόγιˬα κρυφὰ - μυστικά. Μετὰ τὸν ἔπλυι κὶ τοὺ ιρὸ τό ᾽διι καὶ τό ᾽πιι οὑ ἄρρουστους Ἁγία Ἄνν. Γράφω τσὶ μαγουλίτες (ἐπὶ τοῦ ἱερέως, ὅστις γράφει ἑκατέρωθεν τοῦ σημείου τοῦ σταυροῦ τὰ βραχυγραφικὰ σύμβολα τῆς φρ. «Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ», ΙΣ-ΧΣ, ΝΙ-ΚΑ, ἐπὶ τῶν ἐξοιδημένων παρειῶν πρὸς θεραπείαν τοῦ ἀσθενοῦς ἐκ τῆς παρωτίτιδος) Κεφαλλ. Νὰ μοῦ γράψῃ τὸ ρῖγο (= τὴν ἑλονοσίαν, δηλ. νὰ γράψῃ ἕνα ξόρκι ἐπὶ μικροῦ χάρτου, τὸν ὁποῖο κρεμοῦν ὕστερα εἰς τὸν λαιμὸν τοῦ ἀσθενοῦς ὡς φυλαχτάρι) Κρήτ. β) Ἐπιδιώκω δι᾽ ἐπῳδῶν τὴν βλάβην ἀτόμου τινὸς ἢ τὴν ἀνάπτυξιν μίσους μεταξὺ συζύγων ἢ τὴν ἀνάπτυξιν ἔρωτος προσώπου τινὸς πρὸς ἄλλο Πόντ. (Κερασ. κ.ἀ.). γ) Ἐμβολιάζω Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.): Νὰ γράφωμε τὸ μωρό μουνα 10) Ὀνομάζω, ἀποκαλῶ: Φρ. Ἀκόμα δὲ dοὺν εἴδαμι, Γιˬά᾽ τοὺν γράψαμι. Καὶ μέσ., καλοῦμαι, ὀνομάζομαι ἐπισήμως Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Λιχάς) Θήρ. Ἰκαρ. (Εὔδηλ.) Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ. Βόθρ.) Τσακων. (Πραστ.): Εἶdα γράφοdαι; (πῶς ὀνομάζονται;) Μύκ. Πῶς γράφεσαι; Αὐλωνάρ. Γράφεται (δηλ. τὸ ἐπίσημον ἐπώνυμόν του εἶναι) Γαγλίας καὶ προφέρεται Γλιˬαγλιˬᾶς (Εὔδηλ.) Ἤκουγε Κουφόπονος κ᾽ ἠγραφούνdανε Μουστάκας Βόθρ. Ἐλιˬὲς γράφεται κεῖνο τὸ μέρος αὐτόθ. Πρῶτα γραφούμεσταν ἐμεῖς Χωρεπισκόπου, τώρα γραφούμεστα Ζευγώληδοι Ἀπύρανθ. Ποῦρ ἔι γραφούμενε; (Πῶς γράφεται, πῶς ὀνομάζεται;) Πραστ. 11) Νομίζω, ὑπολαμβάνω, θεωρῶ, ὑπολογίζω πολλαχ.: Τοὺν γράφου γιˬὰ νοικουκύρ᾽ Μακεδ. (Κοζ.) Γράψ᾽ τονε πεθαμένουνε Κεφαλλ. Πο͜ιὸς τόνε γράφ᾽ τὸν ἄdρα τ᾽ς; (ποιὸς τὸν ὑπολογίζει) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) Δὲν τοὺν γράφου ἄνθρουπου Μακεδ. (Καταφύγ.) Μὴ μὲ γράψ᾽ν κιˬουτὴ (μὴ μὲ θεωρήσουν δειλὸν) Στερελλ. (Ἀγρίν.) Σὰν τρανέψ᾽ τοὺ π᾽δί, δὲν τὴ γράφ᾽ τὴ μάννα (ὅταν μεγαλώση τὸ παιδί, δὲν ὑπολογίζει τὴν μητέρα) Θράκ. (Ἀδριανούπ.) || Φρ. Δὲ dοὺν γράφου (οὐδόλως τὸν ὑπολογίζω) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Δὲν τὸν γράφω διˬὰ τίποτε (δὲν τὸν φοβοῦμαι) Λεξ. Αἰν. || Παροιμ. φρ. - Ἀπιστία, βρὲ Μανιᾶτες - Γράψετέ μας γιˬὰ χωριˬᾶτες (ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι κατὰ τὴν ἐπίθεσιν τοῦ Ἰμβραήμ (1826), πολεμισταὶ Μανιᾶται ἐγκεκλεισμένοι εἰς πύργον εἰς πρόσκλησιν τῶν Ἀράβων νὰ παραδοθοῦν ἀπήντησαν, ὅτι θὰ παραδοθοῦν μόνον εἰς τὸν ἀρχηγόν των, τὸν ὁποῖον παρουσιασθέντα ἐφόνευσαν. Ἐπὶ ἀδιαφορίας διά τινα χαρακτηρισμόν, ἀρκεῖ νὰ ἐπιτευχθῆ τὸ ἐπιδιωκόμενον) Πελοπν. (Μάν.) Ὅποτε μὲ ἰδῇς, γράψε με Καραμπουρνιˬώτη (οὐδέποτε θὰ μὲ ἴδῃς. Καραμπουρνιῶται ἦσαν οἱ πέραν τῶν Κλαζομενῶν περὶ τὸ νότιον ἀκρωτήριον τοῦ Σμυρναϊκοῦ κόλπου οἰκοῦντες, οἵτινες κατὰ τὰ μέσα τοῦ 18 αἰ. ἐθεωροῦντο φοβεροὶ πειραταὶ) Ζάκ Ἂν μὲ δῇς, γράψε με Γιˬάννη Σκαπετορράχη (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Αἱ τελευταῖαι δύο παροιμ φρ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Παροιμ. Ὅ,τι χάρος κιˬ ἂν μὲ πάρῃ, γιˬὰ πανούκλα γράφ᾽ τονε (ὅταν συμβῆ τὸ κακόν, εἶναι ἀδιάφορον ποία εἶναι ἡ αἰτία.) Πελοπν. (Λάστ.) || Γνωμ. Καθὼς μὲ βλέπεις, γράψε με (ὅπως μὲ βλέπεις, οὕτω νὰ μὲ ἐκλαμβάνης) Ι. Βενιζέλ. Παροιμ.2 122, 68. Σὰ bοὺ θὰ σὲ δῇ κανείς, σὲ γράφει (ἡ πρώτη ἐντύπωσις ἐπηρεάζει ἀποφασιστικῶς τὸν σχηματισμὸν καλῆς ἢ κακῆς γνώμης περὶ ἑνὸς ἀνθρώπου) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Κεφάλι δίχως βάσανα, γράφ᾽ το γιˬὰ κολοκύθι (ἐπὶ ἐκείνων οἵτινες δὲν ἐκοπίασαν εἰς τὴν ζωὴν των, διότι οὐδὲν ἔλαβον ὑπὸ σοβαρὰν ἔποψιν, ἑπομένως οὐδεμίαν ἀξίαν ἔχουν) Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μεσσην. Τριφυλ.) || ᾌσμ. Τὸν ἄνθρωπο γιˬὰ δοκιμὴ ψηλὰ-ψηλὰ τὸν κάτσε κιˬ ἄνε κουνῇ τὰ πόδια dου, γιˬὰ κουζουλὸ dὸ γράψε Κρήτ. Τὸ χρόνο τὸν ἐφετινὸ φονιˬὰ δὰ τονε γράψω, γιˬὰ δὲν ἐπέρασε στιγμὴ νὰ μὴν ἀναστενάξω Κρήτ. Κιˬ ἂν ἔρτω ᾽γὼ καὶ λύσω τον, τότε μὲ γράψε κούρβα Τῆλ. Ὁ οὐρανὸς κ᾽ ἡ γῆς βροντᾷ, μὰ ᾽γὼ ὅντας θὰ κλιˬάψω, φονιˬὰ νὰ μὴ μὲ γράψετε, ὅντας θ᾽ ἀναστενάξω Ἰων. (Κρήν.) Ἡ σημ. καὶ ἀρχ. βλ. Ἡρόδ. 7, 214 «τοῦτον αἴτιον γράφω» Πλάτ., Κρατύλ. 428Β «ἐὰν οὖν λέγῃς τι κάλλιον, ἕνα τῶν μαθητῶν περὶ ὀρθότητος ὀνομάτων καὶ ἐμὲ γράφου». 12) Παίζω δεξιῶς την σφαιρίστραν, τὸ κοινῶς λεγόμενον μπιλιάρδο (πιθανῶς ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ πλήττειν τὴν σφαῖραν διὰ τῆς ράβδου, μεθ᾽ ἧς εὐκολίας ὁ καλλιγράφος χειρίζεται τὴν πένναν κατὰ τὴν γραφὴν) Κεφαλλ. Μετοχ. Α) Ἐπιθετικ., ὡραῖος ὡς ἔργον ζωγραφικῆς, εὔμορφος σύνηθ., ἰδίως εἰς ἄσματα: Γραμμένα μάτιˬα – φρύδιˬα χείλιˬα - χέριˬα - μάγουλα πολλαχ. Γραμμένους ἄνθρωπους - γραμμέ᾽ ᾽ναῖκα - γραμμένον π᾽δὶ - πρόσουπου Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀράχ.) Ἰέ᾽ κάτ᾽ τσίνουρα γραμμένα αὐτὸ τοὺ κουρὶτσ᾽ Θεσσ. (Μοσχᾶτ.) Σὄ᾽ κάτ᾽ ματόφρυδα γραμμένα! Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἔ᾽ μίνιˬα ᾽δερφίτσα γραμμέ᾽ Ἤπ. (Χουλιαρ.) Ἡ γυναῖκα του εἶναι σὰ bέρδικα γραμμένη Ἤπ. (Χιμάρ.) Νέους γραμμένους εἶι αὐτὸς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Γραμμένου πιδί Ἤπ. (Ἰωάνν. Μελιγγ.) Γραμμένου πιδί ἔφκε͜ιασις! Στερελλ. (Αἰτωλ.) Τὶ γραμμένου πού ᾽ι αὐτὸ τοὺ πιδά᾽! Εὔβ. (Αἰδηψ.) Γραμμένου εἶι τ᾽ ἀγγόνι σ᾽, κούκλα! Μακεδ. Μώρ᾽, εἶι αὐτὴ γραμμέ᾽, σὰ ζουγραφικὴ μὶ τοὺ χέρ᾽ Ἤπ. (Δωδών.) Αὐτὸς εἶι ἄγγιλους γραμμένους Ἁλόνν. Εἶχα μνιˬὰν ἀδιρφὴ ἄγγιλου γραμμένου Στερελλ. (Λεβάδ.) Δικατρεῖς ᾽ξουματ᾽κοί ἦρθαν, ἕνας μὶ τοὺν ἄλλου γραμμέ᾽ κί πλατουπρόσουπ᾽ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Εἶδα κἄτ᾽ σῦκα γραμμένα Ἤπ. Ἔχου ᾽ναν κόκουτου, ἀτήραχτους νά ᾽ι, παρδαλὸς κὶ γραμμένους Στερελλ. (Παρνασσ.) - Ἐκεῖνα τὰ κλειστὰ μάτιˬα, προπάντων μὲ τὰ γραμμένα φρύδιˬα καὶ τίς μακριὲς βλεφαρίδες ἔδιναν μιὰ ἠρεμία Γ. Ξενόπ., Ἀφροδ. 91 ‖ Φρ. Γραμμένε μου - γραμμένη μου! (θωπευτικῆ προσφώνησις πρὸς ἄνδρα ἢ γυναῖκα) Ἤπ. (Τσαμαντ.) κ.ἀ. Γραμμένο μου! (θωπευτικῆ προσφώνησις τῆς μητρὸς ἢ τῆς μάμμης πρὸς τὸ μικρὸν παιδίον) Ἤπ. (Ἰωάνν. Τσαμαντ.) Μακεδ. (Κοζ. Βόιον). Ποῦ ἢσουν, γραμμένο μ᾽, ἐσύ; (πβ. καλό μου, χρυσό μου) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἔλα, γραμμένου μ᾽, νὰ κά᾽ς νάνι! Στερελλ. (Καρπεν.) Τὸν ἄντρα σου νὰ τὸν ἔχῃς χρυσὸ σταυρὸ καὶ Παναγιˬὰ γραμμένη (νὰ ἐνδιαφέρεσαι πολύ δι᾽ αὐτὸν) Πελοπν. (Μανιάκ.) || ᾌσμ. Μέσα ᾽ς τὰ μαῦρα φαίνεσαι σὰ bαναγιˬὰ γραμμένη κ᾽ ἔρχουdαι καὶ σὲ προσκυνοῦν ὅλ᾽ οἱ κριματισμένοι Κρήτ. Πάνω ᾽ς τὴν κούνια κάθεσαι σὰν Παναγιˬὰ γραμμένη κ᾽ ἔρχουdαι καὶ σὲ προσκυνοῦν οὕλ᾽ οἱ γραμματισμένοι Κύθν. Εἶναι γυναῖκα ὄμορφη, σὰν Παναγιˬὰ γραμμένη Σῦρ. Χαδούλη μ᾽, ὅντες ἔρχεσαι ἀπ᾽ τὰ βουνὰ ᾽δρωμένες τσ᾽ ἀπὸ τοὺς κάμπους δροσερές, ἔσ᾽ ἄντζελες γραμμένες (ἄντζελες γραμμένες = ἄγγελος γραμμένος, δηλ. ὡραῖος ὡς εἰς τὰς εἰκόνας) Σκῦρ. Μαρὴ γραμμένη πέρδικα, ποὺ πιρπατεῖς ᾽ς τὰ πλάγιˬα, τὴν ὀμουρφιˬά σου ζήλιψα κὶ θέλου νὰ σὶ πάρου Στερελλ. (Παρνασσ.) Σάπ - έρδικα μοῦ φαίνεσαι μὲ κάλλη χαϊδεμένα, πού ᾽χει τὰ πόγιˬα κόκκινα καί τὰ φτερὰ γραμμένα (πόγιˬα = πόδια) Κάρπ. Ξύπνα, γαιˬτανοφρύδα μου κ᾽ εἰκόνα μου γραμμένη Ἤπ. Νὰ σὲ χαρῶ, ὅdεν ἔρχεσαι ᾽πὸ τὸ νερὸ ᾽δρωμένη κ᾽ εἶσαι τοῦ ἥλιˬου κόκκινη καὶ τοῦ φιλιˬοῦ γραμμένη Κρήτ. Παίρνω χαλίκιˬα ᾽ς τὴν ποδιά, | ἀγάπη μου πολλὰ γλυκε͜ιά, καὶ πετῶ ᾽ς τὰ κεραμίδιˬα, | μαῦρα μου γραμμένα φρύδιˬα Πελοπν. (Βραχν.) Σαρῶστε, κόρες, τὰ στενὰ καὶ ὅλα τὰ γεφύριˬα τὶ θὰ περάσῃ τὸ Λενιˬὼ μὲ τὰ γραμμένα φρύδιˬα Πελοπν. (Μάν.) Μουστάκι μου ὁλόμαυρο καί φρύδιˬα μου γραμμένα, μεσούλα μου βεργολιγνὴ μὲ τὸ σπαθὶ ζωσμένη Πελοπν. (Βούρβουρ.) Μουστάκι μου καραμπογιˬὰ καί φρύδιˬα μου γραμμένα Πελοπν. (Βερεστ.) Αὐτὰ τὰ μάτιˬα τὰ ᾽μορφα, τὰ φρύδιˬα τὰ γραμμένα, αὐτὰ μέ ᾽κάμαν ἄρρωστο καὶ ζῶ καὶ δὲ bεθαίνω Λευκ. Αὐτὰ τὰ μάτιˬα τ᾽ ὄμορφα, τὰ μάτιˬα τὰ γραμμένα, αὐτὰ μὲ κάνουν κιˬ ἀρρωστῶ καὶ πέφτω νὰ πεθάνω Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Τούτ᾽ ἡ γῆς θὰ φάῃ κὶ μένα | μὶ τὰ μάτια τὰ γραμμένα Εὔβ. (Στρόπον.) Σὶ τούτουν τοὺν καλὸ σουφρᾶ, | γραμμένα μάτιˬα μου κὶ παρδαλὰ Θεσσ. (Κρυόβρ. Συκαμν. κ.ἀ.) ᾽Σ τὰ μάθιˬα τὰ bιρbιλωτά, ᾽ς τὰ χείλη τὰ γραμμένα ᾽ς τὸ λυγερὸ τζη τὸ κορμί, ᾽ς τ᾽ ἀφρᾶτο τζη ἀστηθάκι Κρήτ. (Νεάπ.) Τώρα ἔφτασε τὸ τέρμενο, ἡ ὥρα ἡ πικραμένη ποὺ θὰ μᾶς ἀποχωριστῇς, λαbάδα μου γραμμένη Πελοπν. (Μάν.) Μόν᾽ καρτιροῦν τὴν ἄνοιξη, γραμμένου καλουκαίρι, νὰ χουρταριˬάσουν τά-ι-βουνά, νὰ λιλουδιˬάσ᾽ οὑ κάμπους Στερελλ. (Φθιῶτ.) β) Μεταφ., ἐπὶ ἠθικῆς σημασίας, εὔμορφος, καλοκάγαθος, ἅγιος Ἤπ. (Μαργαρίτ.): Ἡ βάβω μ᾽ εἶναι ψυχὴ γραμμένη, πεθανίσκει γιˬὰ οὖλα τὰ ᾽gόνιˬα της. Ἡ ἀgονιˬά μου εἶναι ψυχὴ γραμμένη (ἀgονιˬὰ = ἐγγονή). Β) Ὡς οὐσ. 1) Ἀρσ., ὁ χωροφύλαξ Κορσ. Κρήτ.: Κρυβήσου λιγάι, γιˬατὶ οἱ γραμμένοι ἢρθανε νὰ σὲ γυρεύῃ Κορσ. Ἐκατέβη λιγάι χαbηλὰ κ᾽ ἔσκουξε: «οἱ γραμμένοι ἀπερνοῦνε ᾽ς τὴ στράτα» αὐτόθ. 2) Θηλ., ὑπὸ τὸν τύπ. γράφτουσα, ἡ τοπογραφικὴ ἀποστολή, ὑπηρεσία καταγράφουσα τὰ κτήματα Ρόδ. Ὑπὸ τὴν σημ. τῆς ἀπογραφῆς ἡ λ. καὶ ἐκ Κυπριακοῦ ποιήματος τοῦ 17ου αἰ: «τὴν Κύπρον γὰρ ἐξήλειψεν ἀπὸ τὴν γράφτουσάν του», Κυπρ. Χρον. 2 (1924), 141. β) Γυναῖκα ἐγγεγραμμένη εἰς τὸ βιβλίον τῶν πορνῶν, ἡ πόρνη Κύπρ.: Ἡ γραμ-μένη τῆς Χώρας. 3) Οὐδ., ἰδίως κατὰ πληθ ἡ γραφή, τὰ γραφόμενα, τὰ γεγραμμένα εἰς ἐπιστολήν, τὸ περιεχόμενον τῆς ἐπιστολῆς ἢ ἄλλου ἐγγράφου σύνηθ.: Τὸ κατάλαβα ἀπὸ τὰ γραφόμενά του κοιν. Ἀπὸ τὰ γραφόμενά του φαίνεται ὅτι ἔχει δίκιˬο σύνηθ. Πῶς σοῦ φαίνουdαι dοῦ γραμμάτου φτεινοῦ τὰ γραφούμενα; Νὰξ. (Ἀπύρανθ.) Ὤ, καμένη, καὶ ν᾽ ἄκουες τὰ γραφούμενά dου! αὐτόθ. β) Ἡ ἔγγραφος συμφωνία Πάτμ. γ) Ἡ προγαμιαία δωρεὰ Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Ἡ σημ. καὶ ἐν προικοσυμφώνῳ τοῦ 1780 ἐκ Προπ. (Προκόνν.) Βλ. Ἐμμ. Γεδεών, Προκόννησος, 167. δ) Τὰ ὑπὸ τῶν Τούρκων ὑποταχθέντα καὶ καταγραφέντα πρὸς πληρωμὴν τοῦ φόρου χωρία (ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ λεγόμενα Ἄγραφα) Θεσσ. ε) Τὸ πεπρωμένον νὰ συμβῆ, τὸ ὑπὸ τῆς μοίρας ἑκάστου γεγραμμένον νὰ γίνη κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἦταν τὸ γραμμένο του. Ἀπὸ τὸ γραμμένο του δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγῃ κοιν. Ἔτσι ἦταν τοὺ γραμμένου τ᾽ Μακεδ. (Δρυμ.) Κακὰ γραμμένα εἶχα (κακὴν μοῖραν) Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἐπῆγε ᾽ς τὴν Ἀμερική, ὅπου ἡ μοῖρά της καὶ τὸ γραμμένο της τὴν καλοῦσε Χ. Παπαχριστοδ., Θρᾳκ. ἠθογραφ., 4,43. || Φρ. Ἦταν ἀπ᾽ τῆς τύχης του τὰ γραμμένα πολλαχ. || Γνωμ. Τὸ γραμμένο ἄγραφο δὲ γίνεται πολλαχ. (πβ. τὸ πεπρωμένο φυγεῖν ἀδύνατον). Τὰ γραμμένα ἄγραφα δὲν γίνονται πολλαχ. Τὸ γραμμένο - τὰ γραμμένα δὲν ξεγράφεται - ξεγράφονται πολλαχ. Τὰ γραφούμενα δὲν ξεγράφονται ἐνιαχ. Τὸ γραμμένο δὲν ἀπογράφεται Πόντ (Σινώπ.) Ὁ μαῦρος ἄσπρος γίνεται, ἀλλὰ τὰ γραμμένα ἄγραφα δὲν γίνονται Θάσ. Μακεδ. (Βόιον κ.ἀ.) Τὰ γραμμένα παραγραμμένα δὲν γίνουνται Βιθυν. || ᾌσμ. Ἀπὸ τσῆ μοίρας τὰ γραμμένα | δὲν παρέρχεται κανένα Ἰθάκ. Τσῆ τύχης τὰ γραφόμενα κιˬανεὶς δὲ dὰ γνωρίζει μόνον ὁ Παdοδύναμος, π᾽ ἀστράφτει καὶ χιˬονίζει Κρήτ. Συνών. γράμμα 10, γραφτὸ (τό), μοῖρα, μοιραῖο (τό), ριζικὸ (τό), τυχερό (τό). στ) Παιγνιόχαρτον ἔχον εἰκόνα, τὸ κοιν. λεγόμενον φιγούρα ἐνιαχ. ζ) Οἱ ὄρχεις τῶν ζῴων, κατ᾽ εὐφημισμὸν, ἴσως ἐκ τῶν κυανῶν γραμμῶν, αἵτινες διαγράφονται ἑπ᾽ αὐτῶν Κύπρ.: ᾽Èν τρώω τὰ γραμμένα τοῦ τράουλ-λου, γιατὶ τσικνώνουν Συνών. εἰς τὰς λ. ἀμελέτητα 1 ιθ καὶ γράμμα 11. η) Εἶδος σίτου τοῦ κοινοῦ (Triticum sativum) Ἀττ. - Π. Γεννάδ. Λεξικ. Φυτολογ., 880 Βλαστ 458. Ἡ μετοχ. καὶ ὡς ὄν. βαπτιστ. ἀνδρῶν Γραμμένος Θεσσ. (Μαγνησ.) Θρᾴκ. (Αἶν. Μυριόφ.) Μακεδ. (Θεσσαλον. Σέρρ. Χαλκιδ.), ὡς παρων. Ἀθῆν. Μακεδ. (Ἀρν.) καὶ ὡς ἐπών. Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Κέρκ. Μακεδ. (Πρώτ.) Ἐπίσης ὡς ὄν. βαπτιστ. γυναικῶν ὑπὸ τοὺς τύπ. Γραμμέ᾽ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἴμβρ. Γραμμένω Ἤπ. Ὡς τοπων. ὑπὸ τοὺς τύπ. Γραμμένο Ἤπ. (Ἰωάνν.) Γραμμένου Θεσσ. Γραμμένη Ἤπ. (Ἰωάνν.) ᾽Σ τοῦ Γραμμένου Ἤπ. Κάρπ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Γραμμέ᾽ Βρύσ᾽ Μακεδ. (Νάουσ.) Γραμμένη Πέτρα Ἄνδρ Πελοπν. (Μεσσην.) Χίος Γραμμέ᾽ Πέτρα Στερελλ. (Παρνασσ.) Μακεδ. (Ἀρέθουσ. Βρασν. Λόφ.) Γραμμένη Πλάκα Πελοπν. (Δημητσάν. Μαντίν. Πιάν. Τριφυλ.) Γραμμέ᾽ Ράχ᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Γραμμένου Ἅλας Θεσσ. Γραμμένις Στέρνις Θεσσ. Γραμμένου Κουτρώ᾽ Θεσσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA