γράχος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γράχος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γράχος ὁ, Ι. Θωμοπούλ., Πελασγικ., 132 Κ. Sandfeld, Linguist. Balkan., 76, G. Meyer. Neugr. Stud. 1, 24 γρά᾽ς Θρᾴκ. (Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) γάρχος Κέρκ. γάρφος Κέρκ. γαρχὴς Ἐρεικ. Κέρκ. Μαθράκ. Ὀθων. γριάχος Ἤπ. (Δρόβιαν.) γκρά᾽ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. grah = πίσον. Βλ. G. Meyer. ἔνθ᾽ ἀν. Οἱ τύπ. γάρχος, γάρφος καὶ γαρχὴς δι᾽ ὑποχωρητ. μεταθ. τοῦ ρ.

Σημασιολογία

Διάφορα εἴδη Ψυχανθῶν (Papilionaceae): α) τὸ φυτὸν Πίσον τὸ ἥμερον (Pisum sativum), τὸ κοιν. μπιζέλι Ἤπ. (Δρόβιαν.) Θρᾴκ (Αἶν.) Μακεδ. (Καταφύγ.) - Ι. Θωμοπούλ., ἔνθ᾽ ἀν. K, Sandfeld, ἔνθ᾽ ἀν. β) Τὸ φυτὸν Ὄροβος ὁ κοινὸς (Vicia ervilia), τὸ κοιν. ρόβι Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) γ) Τὸ φυτὸν Βίκιον τὸ ἐδώδιμον (Vicia sativa) Ἐρεικ. Κέρκ Μαθράκ. Ὀθων. Συνών. ἀγριοαρακᾶς 2, ἀγριοκούκκι 1, ἀγριοκουκκιˬά 1α, ἀγριοκουκκολαθούρι, ἀγριολαθούρι 1, βίκος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/