γρεκιˬάρικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρεκιˬάρικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γρεκιˬάρικος ἐπίθ ἐνιαχ. γρικιˬάρ᾽κους Στερελλ. (Γραν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ γρεκιˬάρικο, οὐδ. τοῦ ἀμαρτ. ἐπιθ. γρεκιˬάρης.
Σημασιολογία
Ὁ συνηθισμένος νὰ μεταβαίνῃ τὴν κανονικὴν ὥραν εἰς τὸν τόπον τῆς ἀναπαύσεώς του ἔνθ᾽ ἀν.: Γρικιˬάρ᾽κα γίδιˬα (γίδια τὰ ὁποῖα ἐπιστρέφουν μόνα των τὴν κανονικὴν ὥραν εἰς τὸν τόπον ἀναπαύσεως ἢ διανυκτερεύσεώς των) Στερελλ. (Γραν.) Γρικιˬάρ᾽κους ἄνθρουπους (ὁ τακτικός, ὁ ἀναπαυόμενος ἢ κοιμώμενος πάντοτε τὴν ἰδίαν ὥραν) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA