γρηγοράδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρηγοράδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γρηγοράδα ἡ, σύνηθ. γληγοράδα πολλαχ. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.) γληγουράδα Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) Ἤπ. (Κουκούλ. Πάπιγκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Δρυμ. Κοζ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ.) γληβοράδα Μεγίστ. γληοράδα Ἄνδρ. Θήρ. Ἰων. (Ἀγριλ.) Μεγίστ. Χίος (Πισπιλ.) γληουράδα Ἤπ. Σάμ. ληγοράδα Μέγαρ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Προπ. (Ἀρτάκ.) ἀγληγουράδα Θεσσ. (Ἄμπελ.) Μακεδ. ἀληγουράδα Μακεδ. ὀγρηγοράδα Πελοπν. (Λάστ.) ὀγληγοράδα Κρήτ. (Νεάπ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ. Σκορτσιν.) - Δ. Σολωμ., 132 - Λεξ. Βάιγ. Γαζ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. ἐγληοράδα Σίφν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γρήγορος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα.
Σημασιολογία
Ταχύτης, σπουδὴ εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἐργασίας κοιν. καὶ Τσακων. (Χαβουτσ.): Αὐτὸς οὑ μάστουρας ἔ᾽ ἄξιˬα γληγουράδα Ἤπ. (Πάπιγκ.) Μ᾽ ἀπιρνάει ᾽ς τ᾽ γληουράδα Ἤπ. Μωρέ, τί γληγουράδα πὄ᾽ οὑ Κώστας ᾽ς τ᾽ ἄρμιγμα! Ἤπ. (Κουκούλ.) Τὴν ἔκαμε τὴ δουλε͜ιὰ μὲ ληγοράδα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἡ ληγοράδα του ἔχει νὰ κάμῃ Μέγαρ. Σοῦ βάνει γληγοράδες Παξ. Ἡ γληγουράδα τ᾽ εἶι ἄλλου πρᾶμα Εὔβ. (Ἀγία Ἄνν.) Ἔχει μιˬὰ γληγοράδα τὸ γαιˬδουράκι μου ποὺ ἄλλο πρᾶμα | Μῆλ. ᾽Κεῖνα τρέ᾽νι μ᾽ ἀγληγουράδα κὶ πιρνοῦι πάν᾽ ἀπ᾽ τὰ στάχυˬα νὰ τὰ λειώσ᾽ι Θεσσ. (Ἄμπελ.) Ν᾽ ἀφή᾽ς τ᾽ γληγουράδα κὶ νὰ κάμ᾽ς καλὰ τὴ δ᾽λε͜ιὰ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ δ᾽λε͜ιὰ δὲν εἶνι κέντ᾽μα, πιδί μ᾽, θέλ᾽ γληγουράδα αὐτόθ. Ἡ γληγοράδα της δὲ λέγεται (περὶ γυναικός, ἥτις μετὰ ταχύτητος ἐκτελεῖ τὰς ἐργασίας της) Πελοπν. (Κορινθ.) Τητερὶ ᾽ν᾽ ἔχ᾽ μ γλήγοραδα ᾽ς τὸ πόε σ᾽ (αὐτὸς ἔχει μιὰ γρηγοράδα εἰς τὰ πόδια του) Τσακων. (Χαβουτσ.) - Ἤτανε ὁλόφωτο κ᾽ ἔδειχνε πὼς ἔτρεχε μὲ σαΐτας γρηγοράδα Κ. Μπαστ., Ἀλιευτ. 147. Σὲ λίγες στιγμὲς ξεμπερδέψανε κ᾽ οἱ δυˬό τους μὲ μεγάλη γληγοράδα τὶς δουλε͜ιές τους καὶ μὲ βιˬασύνη πολλὴ Ν. Χαλιορ., Ὑδρέικ. Θρῦλ. 78. Μόλις εἶχε βασιλέψει ὁ ἥλιος, μὰ σκοτείνιˬαζε κιˬόλα μὲ τὴ φθινοπωρινὴ γρηγοράδα τῆς νύχτας, ποὺ πέφτει ἀπότομα καὶ διώχνει τὸ δειλινὸ Γ. Ξενόπ., Ἀναδυομέν. 175. || Παροιμ. Ἄντρα μ᾽, μ᾽ ἦρθ᾽ ἡ γρηγοράδα, | βγάλ᾽ τὰ γένιˬα σου νὰ γνέσω (ἐπὶ τῶν ραθύμων ἐκ φύσεως γυναικῶν καὶ προσποιουμένων ἐνίοτε δραστηριότητα) Στερελλ. (Φθιῶτ.) - Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2 21, 265 Τοῦ Λαζάρου τὴ δομάδα βγάν᾽ ἡ νύφη μας ὀγληγοράδα (ὁμοία μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Λαστ.) Ἡ γληγουράδα δίχως τέχ᾽ τὰ γλέπ᾽ κὶ τὰ μ᾽ντζώ᾽ (τὰ ἐπιτεύγματα τῆς βίας εἶναι ἄτεχνα) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || ᾌσμ. Κιˬ ἀπὸ τὴ φόρα τὴν πολλὴ καὶ τὴν ὀγληγοράδα τῆς ᾽κόπη τ᾽ ἀργυρὸ κουμπὶ καὶ φάνηκε ὁ λαιμός της Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Κ᾽ ἐκείνη ἀπὸ τὴ σπούδα της καὶ τὴν ὀγληγοράδα, ἐπιˬάστη τὸ ζουνάρι της ᾽ς τοῦ χαρανιˬοῦ τ᾽ ἀρβάλι Πελοπν. (Σκορτσιν.) Δὲ dὸν ἐπιˬάσανε ἀπ᾽ ἀdρε͜ιὰ οὔτε ᾽πὸ γρηγοράδα, ἢτανε ἄρρωστος βαριˬὰ τσ᾽ ἢτανε ᾽ς τὸ κρεββάτι (μοιρολ.) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Κιˬ αὐτὴ ἀπ᾽ τὴ γρηγουράδα της κρασὶ πάει καὶ φέρνει Ἤπ. (Κόνιτσ.) Τὴ γρηγοράδα τοῦ ἀιτοῦ, τοῦ λιˬονταριοῦ τὰ στήθιˬα Ἀθῆν. || Ποιήμ. Χύνεται μὲ μεγάλη ὀγληγοράδα καὶ γύρου ἂς εἶναι, ὅ,τι θωρεῖ, σκοτάδιˬα Δ. Σολωμ., 132. Ἀπ᾽ ἔξω ἀπὸ τὴν Τένεδο, θυμᾶσαι; μιˬὰ φρεγάδα σ᾽ ἔβαλε ἐμπρὸς μ᾽ ἀράπικου ἀλόγου γληγοράδα Γ. Στρατηγ., Ἡρῷα καὶ μνημόσ., 16. Συνών. γρηγορημάδα, γρηγοριˬά, γρηγορότη, γρηγορωσύνη, σβελτάδα, σβελτοσύνη.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA