γυριˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυριˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυριˬὰ ἡ, Ἄνδρ. (Κόρθ. κ.ἀ.) Θήρ. Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κάμπος Λακων. Μεσσην.) γιˬουριˬὰ Πελοπν. (Ὄτυλ.) Σύμ. γιˬουιριὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ᾿υριὰ Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυρία Ζάκ. (Κερ. Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἀμισ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γῦρος καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. – ιˬά.
Σημασιολογία
1) Ἐπιφάνεια ἢ γραμμὴ σημειοῦσα κυκλικὸν γῦρον, ὡς τὸ χεῖλος τῆς λεκάνης, πινακίου, ποτηρίου, τραπέζης στρογγύλης, τὸ ἐκ σανίδων κυκλικὸν στηθαῖον περὶ τοὺς μυλολίθους, ὁ ἐξ ἀλεύρου περὶ αὐτοὺς σχηματιζόμενος κύκλος, ἡ πλεκτὴ σειρὰ περικνημῖδος κ.τ.τ. Ζάκ. (Κερ. Μαχαιρᾶδ. κ.ἀ.) Κάρπ. Κάσ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Γαργαλ. Κάμπος Λακων. Κίτ. Μάν. Οἴτυλ.) Πόντ. (Ἀμισ.): Ἔβαλε τὸ χέρι του ᾿ς τὴ γυριˬὰ τοῦ μύλου, νὰ dοῦ τὸ κόψῃ νὰ ἰδῇ Βερεστ. Ἤbλεξε μιˬὰγ-γυριˬὰ gάρτσα Σύμ. Δέκα ᾿υριˬὲς κάμε κιˬ ἀπέκε͜ιο ν᾿ ἀρχέψῃς τὰ στενέματα (πλέξε δέκα στροφὰς καὶ ἔπειτα ν᾿ ἀρχίσῃς νὰ στενεύῃς τὸν κύκλον τῆς κάλτσας) Ἀπύρανθ. Ἤκαμες τὴν ἀστρααλένη ᾿υριˬά; (ἔμπλεξες τὴν περὶ τὸν ἀστράγαλον στροφὴν τῆς κάλτσας;) αὐτόθ. Τοῦ μύλου τὴ γιˬουριˬὰ φαίνεται μᾶς ἔδωσε· δὲν εἶναι καλὸ ἀλεύρι, εἶναι πάσπαλη Οἴτυλ. Πάππος χαχάλεψε παλαρέας ᾿ς σὰ γυρίες καὶ πιˬάκε τοῦ παιδίου τὸ έρι (ὁ γέρων ἔψαυσε τὴν περιφέρειαν τῆς στρογγύλης τραπέζης φαγητοῦ καὶ ἔπιασε τὸ χέρι τοῦ παιδίου· ἐκ παραμυθ.) Ἀμισ. || ᾎσμ. Ἔτρεχε ἀπάνω ᾿ς τὰ βουνὰ | κ᾿ ἔβοσκε γιδοπρόβατα κιˬ ἀπὸ τοῦ μύλου τὶς γιˬουιριὲς | ἔτρωγε τὰ φακάλευρα (φακάλευρα= ἄλευρα κατωτέρας ποιότητος· ἐκ μοιρολ.) Μάν. β) Περιδίνησις ὕδατος ποταμοῦ Πελοπν. (Ἀνδροῦσ. Μάν. Μεσσην.) 2) Ἡ ὄχθη ποταμοῦ, ὡς περιθέουσα τὴν κοίτην Πόντ. (Ἀμισ.): Ἀσ᾿ σὶ ποτάμιν ᾿φότι νὰ μᾶς πέρασε, ἄφηκε τον ἀδελφό μου τὸ μεγάλο ᾿ς σὴ γυρία καὶ ᾿πῆρε ἐμένα καὶ πέρασέ με (ὅταν ἐπρόκειτο νὰ μᾶς περάσῃ ἀπὸ τὸ ποτάμι, ἄφησε τὸν ἀδελφόν μου τὸν μεγάλον εἰς τὴν ὄχθην καὶ ἐπῆρεν ἐμένα καὶ μὲ ἐπέρασε). 3) Καμπὴ ὁδοῦ Πελοπν. (Μεσσην.) 4) Στροφὴ κατὰ τὴν ὄρχησιν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μουρέ, σήκω νὰ πάρωμε κ᾿ ἐμεῖς μιˬὰ ᾿υριˬά. Συνων. γύρα 3, γυροβολιˬὰ 1β. 5) Περιοδεία, περίπατος Θήρ. β) Ἐπαιτεία Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Καὰ-καὰ ᾿ίνησα gιˬ ἐτοῦτοι τσῆ ᾿υριˬᾶς (σχεδὸν κατήντησαν κι αὐτοὶ ἄνθρωποι τῆς ζητιανιᾶς). Αὔριο bορεῖ νὰ ᾿ενοῦνε τσῆ ᾿υριˬᾶς. Τσῆ ᾿υριˬᾶς θὰ τόνε κάμουν οἱ ᾿οί του, ᾿ιˬατὶ εἶναι κακοκέφαλοι (οἱ ᾿οὶ= οἱ υἱοί). 6) Εἶδος κολοκύνθης μὲ βλαστὸν ἕρποντα καὶ καρποὺς ὑπολεύκους Ἄνδρ. (Κόρθ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυριˬὰ τοῦ Κούμαρη Πελοπν. (Μεσσην.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA