γυρισιˬῶνα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυρισιˬῶνα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γυρισιˬῶνα ἡ, ἐνιαχ. γυρ᾿ῶνα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γύριση. Διὰ τὸν σχηματισμὸν βλ. Γ. Χατζιδ., Einleit., 143, ΜΝΕ 2, 122.

Σημασιολογία

1) Τὸ σημεῖον, ὅπου τὸ ὕδωρ ποταμοῦ ἢ πηγῆς διοχετεύεται εἰς αὔλακα πρὸς ἄρδευσιν ἀγρῶν ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δέση, δέσιμο. 2) Τὸ σημεῖον στροφῆς ἢ διακλαδώσεως ποταμοῦ, ὅπου συγκεντροῦνται ἰχθύες καὶ εἶναι κατάλληλον πρὸς ἁλίευσιν ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/