γυρισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυρισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γυρισμὸς ὁ, κοιν. γυρ᾿σμὸς βόρ. ἰδιώμ. ᾿υρισμός Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυρίζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Βλαχ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐπάνοδος, ἡ ἐπιστροφὴ κοιν. : Ἀφίνω τὴ σάκκα μου ἐδῶ, γιˬὰ νὰ τὴν πάρω ᾿ς τὸ γυρισμὸ κοιν. ᾿Σ τὸ γυρισμὸ ζου, ποὺ θά ᾿ρθῃς, νὰ φέρῃς καὶ τὴ bελερῖνα μου, γιˬατὶ κάνει κρύο Πελοπν (Μάν.) ᾿Σ τοὺ γυρ᾿σμὸ θὰ τὰ ποῦμι Στερελλ. (Αἰτωλ.) ᾿ὲμ μοῦ δών-νεις τὴφ φορεσκιˬά σου καὶ ᾿ς τὸ γυρισμὸ ᾿ὰ σοῦ τὴδ δώσω; Κῶς (Πυλ.) Τσαὶ ᾿ς τὸ γυρισμὸ παγόντε ᾿τάνι μὲ τὸ πόε σ᾿ ᾿ς τὸ χωρίο (καὶ εἰς τὸν γυρισμὸν ἐπῆγαν πεζοὶ εἰς τὸ χωρίον) Τσακων. (Χαβουτσ.) || Φρ. ᾿Σ τὸν τόπο τὸν ἀγύριστο, ποὺ γυρισμὸ δὲν ἔχει (ἀρὰ) Παξ. || Παροιμ. Οὕλα τὰ ᾿μπόδιˬα ᾿ς τοὺ γυρ᾿σμὸ ᾿ρχόντι (ἐπὶ τῶν πολλῶν ἀντιξοοτήτων κατὰ τὰ γηρατεῖα) Στερελλ. (Αἰτωλ) || ᾎσμ. Ἂ bᾷς ᾿ς τὴ bόλη εἶναι μακρά, ᾿ς τὴ Βενετιˬὰ εἶν᾿ ἀλλάργα, κοdά ᾿ναι τὸ ταξίδι σου, μακρὰ ὁ γυρισμός σου (ἐκ μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) || Ποίὴμ. Τὸ γυρισμὸ ὀνειρεύομαι, τὸ δρόμο ποὺ θὰ πάρω, τὸ λύχνο σου, ποὺ θέ᾿ νὰ ᾿δῶ μακριˬὰ σὰν κἄπο͜ιο φάρο Λ. Πορφύρ. εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 371. Πβ. γύρισμα 4. 2) Ἡ περιφορὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : ᾿Σ τό ᾿υρισμό, πὸ ᾿ύρισα dὴν ἁγία εἰκόνα, ᾿πτιˬάσεν ἡ βροχή. 3) Ἡ ἀπὸ πάσης πλευρᾶς λεπτομερὴς ἐξέτασις συκῆς ἢ ἄλλου ὀπωροφόρου δένδρου πρὸς ἀνακάλυψιν καὶ συλλογὴν τῶν ὡρίμων καρπῶν Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : ᾿Υρισμὸ τοῦ ᾿υρισμοῦ δὲν εἶχαν οἱ συτσιˬὲς σήμερα (ἐχρειάσθη πολὺς χρόνος πρὸς συγκέντρωσιν τῶν ὡρίμων σύκων). 4) Ἡ στροφὴ, ἡ περιστροφὴ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : Φρ. Πού νὰ τόνε ᾿υρίζουν ἀπάνω ᾿ς τὸ κρεββάτι τσαὶ ᾿υρισμὸ dοῦ ᾿υρισμοῦ νὰ μὴν ἔχῃ! (ἀρά). 5) Ἡ ἀλλαγή, ἡ μεταβολὴ τοῦ καιροῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : ᾿Σ τὸ ᾿υρισμὸ dοῦ βοριˬᾶ ἐξεράθη ὁ κόσμος (μὲ τὴν στροφὴν τοῦ καιροῦ πρὸς τὸν βορρᾶν, ἔπαυσαν αἱ βροχαί). β) Ἡ στροφὴ τῆς ἡμέρας πρὸς τὴν ἑσπέραν Πελοπν. (Μάν.) : Τῆς μερὸς ὁ γυρισμὸς (τὸ ἀπόγευμα). 6) ἡ στροφὴ τῆς κεντρικῆς αὔλακος ὕδατος ποταμοῦ ἢ πηγῆς πρὸς ἄρδευσιν ἀγροῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) : ᾿Σ τὸ ᾿υρισμό, ᾿πὸ ᾿ύρισα τὸ νερὸ νὰ ποτίσω, ἦρτεν ὁ παλιάνθρωπος καὶ τό ᾿κοψε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA