δὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Μόριο

Τυπολογία

δὰ μόρ. σὺνηθ. dὰ Ἀπουλ. (Καλημ.) γὰ Κῶς Ρόδ. (Καλαβάρδ. Σορων. Φάν κ.ἀ.) Τσακων. λὰ Κρήτ. (Χαν. κ.ἀ.) δὰς Λυκ. (Λιβύσσ.) Κύθν. Σάμ. Σκόπ. δὸς Λυκ. (Λιβὺσσ.) ἀδὰ Ἤπ. (Ἰωάνν. κ.ἀ.) ἐδὰ Θήρ. Κρήτ. (Σητ. κ.ἀ.) Κὺθηρ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) ἐδαὲ Κρήτ. γιˬὰ Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Καστορ.) Πελοπν. (Κυνουρ.) Στερελλ. (Φτελ.) τζὰ Κέρκ. Κεφαλλ. Κὺπρ. (Κυθρ.) ᾿ιˬὰ Κῶς Μακεδ. (Κοζ.) ᾿εὰ Χάλκ. ᾿ὰ Ἰκαρ. Κάρπ. Κίμωλ. Μεγίστ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. μόριον δὴ μετασχηματισθὲν κατὰ τὰ πολλὰ εἰς -α νεώτερα ἐπιρρήματα. Βλ. Γ. Χατζιδ., Einleit., 52, 329. Τὸ μόρ. δὰ καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Γ 1045 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «Δὲν εἶν᾿ καιρὸς νὰ σὲ κρατῶ, μὰ δὰ ποὺ ζοῦμεν ὅλοι | νὰ τὴ χαροῦμε, μάννα μου, τοῦ γάμου μας τὴ σκόλη» καὶ Γύπαρ., πρᾶξ. Γ, στ. 248 (ἔκδ. Κ. Σάθα, σ. 238) «Την πιστεμένη μου βουλὴ ἐτότες δὰ νὰ κράζῃς». Ὁ τὺπ. ἐδὰ διὰ προσθήκης τοῦ ε κατὰ τὰ λοιπὰ ἐπιρρήματα ἐκει, ἐνωρίς, ἐφέτος, ἔπειτα κ.ἄ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 231 κἑξ. καὶ εἰς Χρον. Μορ. Η στ. 5889 (ἔκδ. Schmitt) «Διὰ τὸν Χριστὸν ἀφέντη μας, ἑδὰ συμπάθησέ του | κιˬ ἂν πέσῃ πλέον εἰς φταίσιμον, τὴν κεφαλήν του κόψε» καὶ εἰς Ἐρωτοπαίγν. στ. 519 (ἔκδ. Hesseling-Pernot, σ. 44) «Κιˬ ἐδά, ψυχή μου, ἀρνήσου την νὰ σὲ διαβοῦν οἱ πόνοι» καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Γ. 232 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «καὶ πῶς ἐξάπλωσεν ἐδά, κιˬ ὅλον τὸ νοῦ μου πιˬάνει» καὶ εἰς Γὺπαρ. Α 282 (ἔκδ. Ε. Κριαρ.) «γη ὄνειρο νά ᾿δε ἄλλη βολὰ κ᾿ ἐδὰ νὰ τὸ δηγᾶται». Ὁ τύπ. λὰ ἐκ τοῦ λέω δὰ<λωδὰ> λά Βλ. Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 198. Ὁ τύπ. δὸς πιθαν. ἐκ τοῦ αὐτὸς δὰ > αὐτὸς δὸς κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ αὐτός.

Σημασιολογία

1) Χρονικῶς, α) Τώρα, ταύτην τὴν στιγμὴν Ἀντικὺθ. Κρήτ. (Γεράκ. κ.ἀ.) Λέσβ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἐδὰ τὸ εἶπες - ἐδὰ ἦρθα Κρήτ. Ἐδὰ σοῦ κοdοσιμώνει μνιὰ βωλάκα, μόνο τ᾿ ἀμέdε σου ἔχε (ἀμέdε = ὁ νοῦς) αὐτόθ. Ἴδιˬα δὰ (τώρα ἀμέσως) αὐτόθ. Ἐδὰ ἄφες με ᾿ς τὴ gακορριζικιˬά μου αὐτόθ. Ἐγὼ λέω ἀπ᾿ ὅdεν ἐδὰ νά ξεσυζέψωμε (νὰ διαλὺσωμεν ἀπὸ τώρα τὸν συνεταιρισμὸν) αὐτόθ. Ἀριφνᾷς τονε νά ᾿ναι ἐδὰ ἐκε͜ιά ; (ὑπολογίζεις νὰ εἶναι τώρα ἐκεῖ;) αὐτόθ. Καὶ τὰ πρόβατα τὰ δίνουνε δὰ τριτάρικα παὲ αὐτόθ. Τσ᾿ ἐδὰ δέ ϊ τρώτ᾿ οἱ κατσιβέλοι τὸ λαγὸ (καὶ τώρα δὲν τὸν τρώγουν οἱ κατσιβέλοι τὸν λαγὸν) Χαβουτσ. || ᾌσμ. Γιˬέ μου, καὶ δὲ σοῦ τὸ ᾿λεγα, γιˬέ μου, καὶ δὲ σοῦ τό ᾿πα, πὼς εἶν᾿ οἱ bάλες δανεικές, δὲν εἶν᾿ ἐδὰ σὰ bρῶτα Κρήτ. Μαζὶ ἀναθραφήκαμε μὲ τὴ γειτόνισσά μας, κ᾿ ἐδὰ θὰ ξεχωρίσουμε ᾿ποὺ τὴ βασίλισσά μας αὐτόθ. Ἤμουνε κράχτης πετεινός, μά δά ᾿ς τὰ γεραθε͜ιά μου νὰ μὲ τσιbοῦν οἱ ὄρνιθες δὲ dὸ βαστᾷ ἡ καρδιˬά μου Ἀντικύθ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. βλ. Ἐρωτοκρ. (ἔκδ. Ξανθουδ. Β 761 - 62) «Κείν᾿ ἡ φωτιά, ποὺ μοῦ ᾿φεγγε, μπλιˬὸ λάψι δὲ μοῦ δίδει, κι ἄνεμος μοῦ τὴν ἤσβησε κ᾿ ἐδά ᾿μαι ᾿ς τὸ σκοτείδι». β) Πρὸ ὀλίγου, ἄρτι Θήρ.: Ἐδὰ-ἐδὰ ἦταν ἐδῶ αὐτόνε, ποὺ ζητᾷς. γ) Μετ᾿ ὀλίγον Κρήτ.: Ἐδὰ-ἐδὰ θὰ ᾿ρθῶ. 2) Βεβαιωτικῶς, βεβαίως, μάλιστα πολλαχ.: Δὲν εἴχαμε δὰ καὶ τόση ἀνάγκη! Εἴχαμε ᾿ς τὸ τραπέζι ἀρνὶ καὶ κρασὶ δὰ ὅσο ἤθελες πολλαχ. Τί λές, θὰ ᾿ρθῇ ; - Ἀμὲ δὰ Ἀθῆν. Ἡ Κρήτη δὰ εἶναι μὲ τ᾿ ὄνομα κ᾿ εἰς τὸ τραγούδι κ᾿ εἰς τὸ χορὸ κ᾿ εἰς τὰ πἀdα Ἀντικὺθ. Τῆς βασιλοπούλ-λας μας πρέπει της γὰ βασιλόπουλ-λον, ὄχι βεζ-ζιρόπουλ-λο Κῶς. Πῆγα δὰ νὰ τοὺν ἀdαμώσου Λέσβ. Ἔστειλά του δὰ Σύμ. ᾿Èν εἶμαι δὰ καὶ τοῦ πεθαμ-μάτου Κῶς (Καρδάμ.) Κάθε λίγο καὶ λιγάκι τοῦ ᾿κανε τραπέζι, τοῦ ᾿στερνε πεσκέσι τοῦ κόσμου τὰ καλὰ κιˬ ὁ Χάρος ἤτανε δὰ πιˬὰ τόσο εὐχαριστημένος ἀπὸ τὴν ἁπλοδωργιˬὰ τοῦ κουμπάρου του Μῆλ. Καὶ πο͜ιὸς θά ᾿ναι ἀρχηγός μας; - Ὁ Χατζῆ μας λὰ Κρήτ. 3) Συμπερασματικῶς, λοιπόν, τέλος πάντων Ζάκ. Ἤπ. (Ἰωάνν.) Ἰθάκ. Κάρπ. Κίμωλ. Κρήτ. (Ἀβδοῦ Γων. Ρέθυμν. κ.ἀ.) Κὺθν. Κύπρ. Κῶς Λέσβ. Λευκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Ξηροκ.) Προπ. (Μηχαν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σύμ. Σῦρ. Τσακων. Χίος - Λεξ. Κομ. - Α. Παπαδιαμ., Χριστουγενν. διηγ., 7: Τί τὸν ἔκανε κ᾿ ἦρθε δά; Ξηροκ. Χίγιˬα τά ᾿κανε δὰ ὁ Γιˬώργης τοῦ Νικόλα τὰ κατσικοπρόβατα Κίμωλ. Πηγαίνω ᾿ς τὸ Λυγερὸ καὶ φέρνω ἕνα σταμνάκι δὰ Σῦρ. Εἶνdά ᾿παθες γά, κυρατσοπούλ-λα μου; Κῶς. ᾿Εγώ, πού ᾿μαι ἀδερφή τως, νὰ μήμ bάω γά, νὰ χαρῶ ᾿ς τὲς χαρὲς τως; αὐτόθ. Δουὰ γὰ σὲ θέλω! (ἐδῶ λοιπὸν σὲ θέλω νὰ δείξῃς, ποῖος εἶσαι) αὐτόθ. Πῆγα δὰ νὰ τοὺν ἁdαμώσου· τσεῖνους ἔλ᾿π᾿ Λέσβ. Ν᾿ τ᾿ ἀφήκου δά, λές, ἄφκε͜ιαστου τοὺ σ᾿τάρ᾿; Αἰτωλ. Γιˬὰ ᾿άλε μι, γὰ (γιὰ πές μου λοιπὸν) Τσακων. Ἀμ᾿ τὶ ἀδά ; (ἀμὲ τί λοιπόν, τί νομίζεις;) Ἰωάνν. Τοῦ τό ᾿πα κιˬ ὀψές. Εἶναι δὰ μικροπρέπεια νὰ ζητᾷς λεφτὰ Κρήτ. Σὰν ἔθαψαν δὰ τοὺ bιθαμένου τοὺ βασ᾿λουπαίδ᾿, πῆγι πάλι ᾿ς τοὺ gαφινὲ Λέσβ. Πῆρι δὰ ἕνα ἄλουγο τοὺ βασ᾿λουπαίδ᾿ αὐτόθ. Κρῖμας ἐδὰ ποὺ σ᾿ ἀκριβαναθρεύγω κιˬ ἀπέκε͜ιο μήτ᾿ ἀγαπᾷς μήτε ξέρεις το Ἀπύρανθ. Ἦρτεν ἡ Κεριˬακή, ἐρκίνησεν ὁ γάμος, ἐπροσκαλέσαδ δὰ τὸ βασιλόπουλ-λο καὶ τὸ σκλαβὶ Σύμ. Αὔτηδ δὰ τὴ gοτσάβλαν ἔπηρε dὸ ᾿Γαπητάκι ; αὐτόθ. Ἐμ-μοῦ ᾿πες ἐὰ καὶ γιˬὰ τὸ χωραφάκι μ᾿, bαππᾶ! Χάλκ. Ἐκιˬοὺ δὰ ἐνάερε πεήφανε (ἐσύ τέλος πάντων ἔγινες ὑπερήφανη) Τσακων. Καὶ τί δὰ στοχάζεσαι πὼς ἠμπορεῖς νὰ τὸ κάμνῃς; Λεξ. Κομ. Πῆγα δὰ καὶ στὴν Ἀθήνα Α. Παπαδιαμ., ἔνθ᾿ ἀν. || ᾌσμ. Ἄκουσε δά, πρωτόπαππα, τὰ πράματα πῶς πᾶσι Κρήτ. Ἄνοιξε δὰ τὴ bόρτα σου, χρυσῆ μου περιστέρα, νὰ bοῦμε καί ᾿ς τὸ σπίτι σου νὰ ποῦμε καλησπέρα Γων. 4) Ἐπιτατικῶς α) μετὰ προστακτικῆς ὡς παρακελευσματικὸν πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Γαλλικ.): Ἔλα δὰ-ἄμε δά! πολλάχ. (πβ. τὰ ἀρχ. ἄγε δή, φέρε δή, ἴθι δὴ) .Ἔλα γὰ καὶ σύ! Κῶς. Γυναῖκα, dύσου δὰ Σύμ. Ἄμε δά, κακορρίζικο, λόγιˬα ποὺ μοῦ λέεις! Κύθηρ. Δά, ἔλα, πᾶμε νὰ φᾶμε, πορπά᾿! Γαλλικ. Ἄμ᾿ φάε δά! Λεξ. Πρω. Δουλεύετε δὰ καί λίγο! Λεξ. Δημητρ. || ᾎσμ. Πὲ δὰ καὶ σύ, συbέθερε, πόσα ᾿νιˬαι τὰ δικά σου; Κρήτ. β) Ὡς προσχηματισμὸς ἀντωνυμιῶν πρὸς ἐμφαντικὴν δήλωσιν ἢ ἀκριβέστερον καθορισμὸν τοῦ δεικνυομένου προσώπου ἢ πράγματος σύνηθ.: Τόσοσδά - αὐτοσδὰ - κεῖνοδά. Μιˬὰ γυναικούλα τόσηδά Αὐτοδὰ λέω κ᾿ ἐγὼ σύνηθ. Ποῦ τὰ βρίσκεις τοῦταδὰ καὶ τὰ φέρνεις; Θήρ. Τόσεσδὰ μικρούτσικες Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἀκούστη φτηδὰ ἡ κουβέντα αὐτόθ. Εἶναι ἕνα γουρ᾿νάκι τόσοδὰ Ἀμοργ. Ἐτσείν᾿δὰ Πάρ. (Λεῦκ.) Μποστάνιˬα ἔχουνε βαλμένα, ἀλλὰ δὲν κάνουν τίποτις, κἄτι πιπονάκιˬα τόσαδὰ Ἀγαθον. Τόσουγιˬὰ εἶνι τοῦ σπίτ᾿ μικρὸ Μακεδ. (Καστορ.) Εἶν᾿ τόσοσδά; Σάμ. Αὐτοσδὰ Σκόπ. Ἐτοῦτοσγιˬὰ Πελοπν. (Κυνουρ.) Τοῦτοσγὰ Ρόδ. ᾿Φτηὰ Κῶς. || ᾎσμ. Καὶ κεῖναδὰ τὰ γράφασ-σιμ bὼς ἤθελα σὲ πάρω Τῆλ. γ) Ὡς ἐπεκτατικὸς σχηματισμὸς ἐπιρρημάτων πρὸς ἀκριβέστερον καθορισμὸν τόπου, τρόπου καὶ χρόνου κοιν. Αὐτουδὰ - ἐδωδὰ - ἐκειδὰ - ἔτσιδὰ - τώραδὰ - τότεδά. Τώραδὰ ἔφυγε. Στάσου αὐτουδὰ πού ᾿σαι καὶ μὴ κουνε͜ιέσαι καθόλου κοιν. Ἐπαδὰ ποὺ κάθομαι, καλὰ κάθομαι Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἐπαδὰ ὀψὲς τὸ δειλινὸ ἔχασε τὸ μαdήλι μου Κρήτ. Ἐκειδὰ γροικᾷ ἕναν βουητὸ Σύμ. Τότεσιˬὰ ᾿ς τόσσεισμὸ Κῶς. Εἶχι προσουπίδα τσαὶ ἡ μαμμὴ τὴν ἔβγαλι ἀνάποδα, γιˬ αὐτὸ τοὺ πιδὶ τηράζει ἔτσιδὰ Εὔβ. (Βρύσ.) Ἔτσιὰ εἶναι καὶ τώρα Κίμωλ. Τοῦ δίνου ἔτσιγιˬὰ Μακεδ. (Καστορ.) Τώρα δὰ θέου νὰ μὲ τὸ πῇς αὐτόθ. Κάτσε φρόνιμα, νὰ μὴ σοῦ τὶς λούξω τσαὶ τώραδὰ μάλιστα (λούξω = δείρω) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τώραγιˬὰ τοῦ στούμπισε τὸ κεφάλι Στερελλ. (Φτελ.) Ἀπὸ τότεσδὰ δὲν εἶδα πιˬὰ ἥλιˬο Κύθν. Καὶ τώρατζά, ποὺ ὁ θεὸς μᾶς ἔχασε καὶ ἀπὸ τὸ λάδι δὲ μπάσαμε νιˬάνκα γιˬὰ φαῒ (νιˬάνκα = οὐδὲ) Α. Τραυλαντ., Διηγ., 110. δ) Ἐπὶ καταφάσεως καὶ ἀρνήσεως σύνηθ.: Ναὶ δὰ - καλὰ δὰ - Ὄχι δὰ - Μὴ δὰ κοιμᾶσαι; - Ὄχι δά! σύνηθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/