δάγκαμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάγκαμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δάγκαμα τό, κοιν. δάgαμα Ἐρεικ. Ἤπ. (Ἀρτοπ.) Θρᾴκ. (Σκοπ.) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Μακεδ. (Βρία Νιγρίτ.) Πελοπν. (Κίτ. Μάν. Ξεχώρ. Σκάλα Λακων.) dάγκαμα Καππ. (Ἀραβάν.) Πάρ. dάgαμα Κορσ. δάγκαμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) δάγκαμ-μα Κῶς δάγκασμα Μακεδ. Στερελλ. Ἀχυρ. Φθιῶτ.) - Γ. Ξενόπ. Ἀφροδ., 278 - Λεξ. Βάιγ. δάκασμα Ἀμοργ. δάκαμα Εὔβ. (Κονίστρ.) Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. Κάρπ. δάκ-καμ-μα Κάρπ. δάκ-καμ-μαν Κύπρ. Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) δάκχαμ-μα Κῶς Ρόδ. Σύμ. κ.ἀ. ᾿άκκαμ-μα Κάρπ. ᾿άκχαμ-μαν Κύπρ. βάκ-καμ-μα Κάρπ. γιˬάκχαμ-μα Ρόδ. γιˬάκ-αμ-μα Μεγίστ. δάκεμα Πόντ. (Ἰνέπ.) γάντζημα Τσακων. (Χαβουτσ.)
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. δάγκαμα, διὰ τὸ ὁπ. βλ. Ἐμμ. Κριαρ., Λεξ. Μεσν. Ὁ τύπ. δάκαμα εἰς Βλάχ. καὶ εἰς Δουκ. Ὁ τύπ. δάγκασμα καὶ εἰς Σομ. Οἱ τύπ. βάκαμ-μα καὶ γιˬάκ-καμα δι᾿ ἐναλλαγῆς τοῦ δ μετὰ τοῦ β καὶ γ.
Σημασιολογία
1) Ἡ ἐνέργεια καὶ τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ δάκνειν, τὸ δῆγμα κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Ἰνέπ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Τὸ δάγκαμα τοῦ σκύλλου - τῆς γάττας - τοῦ φιδιˬοῦ κοιν. Κακὸ φίδι ἡ ὀχιˬά, δὲν ἔχει ρεμέντιο τὸ δάγκαμά τση (ρεμέντιο = φάρμακο) Ἰων. (Σμύρν.) Τοῦ ᾿δωκ᾿ ἕνα δάgαμα γιˬερὸ ᾿ς τὴ bλάτη Ἐρεικ. Λέπω μία κοdοσέρβα κουλουριˬασμένη γύρω - γύρω τσαὶ τὸ τσεφάι της ἀνασηκωμένο μὲ τὸ τσειdρὶ της ὄξω γιˬὰ δάgαμα (λέπω = βλέπω, κοdοσέρβα = ἔχιδνα) Πελοπν. (Ξεχώρ.) Τὸ δάγκασμα τοῦ φιδιˬοῦ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Δὲν εἶδες ἰκεῖ τί δάγκαμα τοὺν ἔκανι τοὺ κ᾿λλί ᾿ς τοῦ χέρ᾿; Ἤπ. (Κουκούλ.) Κακώτερο δάκαμα δὲν ἔχει ἀποὺ τοῦ χοίρου τὸ δάκαμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ δάκχαμ-μαν dοῦ φιδτιˬοῦ εἶναιγ κακό! (= φοβερὸν) Κῶς. Γιˬά ᾿ε δάκχαμ-μαμ bοὺ μοῦ τό ᾿καμε! κόνdεψεν-νὰ μοῦ κόψῃ τὸ δαχτύλι αὐτόθ. Τοὺ χέρ᾿ τ᾿ δὲν τοὺ σ᾿κώ᾿ ἀπ᾿ τοὺ δάγκαμα Στερελλ. (Ἀράχ.) Τὸ δάgαμα τοῦ σκύλλου μ᾿ ἔμεινε Θρᾴκ. (Σκόπ.) Ἐγκρίφωσέσ - σε τὸ φίιν; δέσε σφικτά τὸ έρισ- σ᾿ ἀοπάνω ἀφ᾿ τὸ δάκ-καμμαν ταὶ τρέχα ᾿ς τὸγ γιˬατρὸ (ἀοπάνω = ἀπὸ ἐπάνω) Χίος (Πισπιλ.) Ἀτάκωσεν ταὶ ᾿τείνη ᾿άκχαμ-μαν τῆς φοινιτιˬᾶς νὰ τήγ κόψῃ νὰ π-έσῃ κάτω (ἤρχισε καὶ ἐκείνη δαγκωμα τῆς φοινικιᾶς διὰ νὰ τὴν κόψῃ νὰ πέσῃ κάτω· ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. || Γνωμ. Τοῦ φιδιˬοῦ τὸ δάγκαμα ὕστερα πονεῖ (τὰ ἀποτελέσματα τῆς συκοφαντίας γίνονται αἰσθητὰ μὲ τὴν πάροδον τοῦ χρόνου) Πελοπν. (Λακων.) || ᾎσμ. Σὰν τοῦ φιδιˬοῦ τὸ δάgαμα ἦταν ἡ ὁμιλιˬά σου Πελοπν. (Μάν.) Συνών. δάγκα 1, δαγκαμάδα 1, δαγκαμασιˬὰ 1, δαγκαματιˬὰ 1, δαγκαμιˬὰ 1, δαγκαμός, δαγκανιˬὰ 1, δαγκασιˬὰ 1, δαγκιˬὰ 1, δάγκωμα 1, δαγκωμασιˬὰ 1, δαγκωματιˬὰ 1, δαγκωνιˬὰ 1, δαγκωσιˬὰ 1, δαγκωτιˬὰ 1, δαξιματιˬά, δάξιμο, δαξίος. 2) Ὁ πόνος τῆς κοιλίας Μακεδ. (Βρία Νιγρίτ.): Τοὺ πιˬουτὸ μὶ τὰ κράνα εἶν᾿ κἰ ᾿φ᾿λητικό, ἄν ἔ᾿ς κἄνα δάgαμα ᾿ς τὴ g᾿λιˬὰ σ᾿ (φ᾿λητικὸ = ὠφέλιμον) Βρία. β) Ἐπὶ ἠθικῆς σημασίας, ὁ ψυχικὸς πόνος, τὸ δῆγμα Στερελλ. (Ἀχυρ.) - Γ. Ξενοπ., Ἀφροδ., 278: Μ᾿ ἔφαϊ τοὺ δάγκασμα πὄχου μέσα μ᾿. Αὐτὸ δὲν εἶνι δάγκασμα πὄχου, εῖ᾿ ἀπιλπισία Ἀχυρ. Κ᾿ ἡ Λιλὴ αἰσθάνθηκε ξαφνικὰ ᾿ς τὴν καρδιˬά της τὸ δάγκασμα τῆς ζήλειας Γ. Ξενοπ., ἔνθ᾿ ἀν. γ) Ἡ ἐκδίκησις Κύπρ.: Φυλάει τὸ δάκαμ-μαν ὥς που ζῇ. Ποῦ ᾿έν -νὰ πάῃ; ἔχω σοῦ τον ἔναδ δάκ-καμ-μαν (τὸν μισῶ καὶ θὰ τὸν ἐκδικηθῶ). 3) Ἐπὶ ἐντόμων, κέντημα, τσίμπημα πολλαχ.: Τὸ δάγκαμα τοῦ σκορπιˬοῦ κοιν. Γιˬάκ-καμ-μα σκορφχιˬοῦ Μεγίστ. Γιˬατροσόφι γιˬὰ τὸ δάgαμα τῆς κεdρίνας (= σφήκας) Κέρκ. (Κασσιόπ.) Συνών. δαγκαματιˬὰ 2. 4) Τὸ μεταξὺ τῆς δεκάτης καὶ ἑνδεκάτης πρωϊνῆς ὥρας λαμβανόμενον ὑπὸ τῶν ἀγροτῶν πρόγευμα Κάρπ. Ρόδ. Συνών. δάγκωμα 3, κολατσιˬό, κολατσάρισμα, κολάτσισμα, μπούκκωμα, πρόγευμα, προσμπούκκι. β) Τὸ μεταξὺ δεκάτης καὶ ἑνδεκάτης πρωϊνῆς ὥρας χρονικὸν διάστημα Ρόδ.: Ἐπέρασεγ κε͜ιὰ τὸ γιˬάκχαμ-μα. 5) Εἶδος εὐνουχισμοῦ τῶν τράγων ἢ κριῶν διὰ δήξεως τοῦ σπερματίου λώρου Κρήτ. 6) Ἐπὶ ξύλων, μετάλλων, λίθων, συναρμογῆ Λεξ. Δημητρ. - Ν. Κοτσοβίλ., Ἐξαρτ. πλοίων, 128.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA