δακρυόλουστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακρυόλουστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δακρυόλουστος ἐπίθ. Γ. Ψυχάρ., Ὄνειρ. Γιαννίρ., 164 καὶ 403 Γ. Βλαχογιάνν., Γῦροι ἀνέμ., 12 Κ. Παλαμ., Γράμματ. 1, 117 δακρύλουστος Γ. Στρατήγ., Τί λὲν τὰ κύμ., 74.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυο, διὰ τὸ ὁπ. βλ. δάκρυ, καὶ τοῦ ἐπιθ. *λουστὸς < λούζω.
Σημασιολογία
Ὁ λουσμένος μὲ δάκρυα ἔνθ᾿ ἀν.: Ἡ δύναμη τοῦ Ρωμιˬοῦ πολλὴ τρυφεράδα δὲν ἀποδείχνει, δακρυόλουστη δὲν εἶναι, εἶναι σὰν ξερούτσικη καί τὸ ἐγώ της πάντα κοιτάζει Γ. Ψυχάρ., ἔνθ᾿ ἀν., 463 Φέρνουνε τὴ νύφη δακρυόλουστη μὲ τὴν κορώνα ᾿ς τὰ μαλλιὰ Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾿ ἀν. || Ποίημ. Ὡσὰν ὀνείρων πέρασμα θολῶν, συννεφιασμένων, ὡσὰν ὄλόξανθων παιδιˬῶν δακρύλουση ὀμορφιˬὰ Γ. Στρατήγ., ἔνθ᾿ ἀν. Συνών. δακρυολουσμένος
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA