δαμάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δαμάζω κοιν. δαμάζου Θεσσ. (Ζαγορ. κ.ἀ.) Λέσβ. Λῆμν. Σάμ. Στερελλ. (Ἀχυρ. κ.ἀ.) δαμάζ-ζω Ἰκαρ. (Ἅγιος Δημήτρ. Προφήτης Ἠλ.) Κάλυμν. Κῶς Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. κ.ἀ. δαμάdζω Σύμ. δαμάντζω Ἀστυπ. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) dαμάdζω Ἀπουλ. (Καστριν. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. δαμάζω.
Σημασιολογία
Α) Μετβ. 1) Καταβάλλω, κατανικῶ, ὑποτάσσω σύνηθ. καὶ Ἀπουλ. (Καστριν. κ.ἀ.) Πρέπει νὰ τὴ δαμάσῃς τὴ γυναῖκα σου. Δάμασε τὰ παιδιˬά σου σύνηθ. Ἡ γυναῖκα τὸν ἐδάμασε τὸν ἄντρα της Χίος. Εἶναι δαμασμένος ἀπὸ τήν κούραση Κρήτ. Δὲ μὶ δαμάζ᾿ς εὔκουλα ἰμένα σὶ τίπουτα - Σὶ δαμάζου σ᾿ οὕλα, κακουμοίρ᾿ μ᾿! Στερελλ. (Ἀχυρ.) Αὐτὸ τὸ παιδὶ δὲ δαμάζεται Λεξ. Πρω. || ᾎσμ. Ὁ Διγενῆς ψυχομαχεῖ κ᾿ ἡ γῆς τόνε τρομάζ-ζει κιˬ ὁ Χάρος πού ᾿ναιδ δυνατὸς το σῶμαν dου δαμάζ-ζει Νίσυρ. β) Χωνεύω Σύμ.: Ἐν ἦτο gαλοψημένο dὸ κριάς· ᾿ὲ dὸ δάμασα ἀκόμα. γ) Μεταφ., πιστεύω, ὑποφέρω τι Καρπ. (Ἔλυμπ.) Σύμ.: Ἐν ἠμπορῶ νὰ τὸ δαμάσω πὼς ἐπόθανεν ὁ δεῖνα Ἔλυμπ. ᾿È dόδ δαμάdζω, μωρὴ κοράκιμ μου, καὶ τὸν Ἁρακλῆν ᾿ὰ φύῃ μικρὸς - μικρὸς Σύμ. 2) Ἐπὶ ζώων, ἐξημερώνω, τιθασεύω σύνηθ.: Δαμάζω τὸ ἄλογο, σύνηθ. Τοὺ δάμασις, ὠρέ, αὐτὸ τ᾿ ἄλουγου; - Τοὺ δάμασα κ᾿ ἔσκασι. Ἡ γ᾿ναῖκα μαναχὰ δὲ δαμάζιτι, πιδιˬά! Στερελλ. (Ἀχυρ.) || Ποίημ. Κιˬ ἄδραξε τὸ σίδερο ἡ φωτιˬὰ | κι ἀπ᾿ τὰ δόντιˬα της θὰ βγῇ σὰ λιˬοντάρι δαμασμένο | ἀπὸ ξωτικοῦ βουλὴ Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 39. 3) Ἐπὶ ἀντικειμένων, καθιστῶ εὐκατέργαστον Ρόδ. - Κ. Παρορ., Κόκκιν. τράγ., 40: Καματερὸς ἄθ-θρωπος ὁ Τσαμπίκος καὶ τὶς καγιˬὲς καὶ τὰ κούκουρα ρουμάνιˬα ἐδάμασέν dα κ᾿ ἔκαμέν dα λιοφόρια (καγιὲς = πετρώδη ἐδάφη, κούκουρα = ξηρά, λιοφόριˬα = ἑλαιῶνες) Ρόδ. Κι ὁ βράχος θέλει φουρνέλο καὶ λοστὸ γιὰ νὰ δαμαστῇ Κ. Παρορ., ἔνθ᾿ ἀν β) Ἐπὶ δερμάτων, ξύλων, καρπῶν καὶ ἄλλων ἀντικειμένων κατεργάζομαι, καθιστῶ στερεὸν Θεσσ. (Ζαγορ.) Κρήτ. Λῆμν.: Δαμάζω τὰ δέρματα (ἐμβαπτίζω εἰς εἰδικὴν διάλυσιν) Ζαγορ. Δαμάζω τὸ τσικάλι (θέτω ἐπὶ τῆς πυρᾶς τὴν χύτραν πρὸς σκλήρυνσιν) Κρήτ. Β) Ἀμτβ. 1) Ἀποβάλλω τὰς ὁρμάς, καταπραΰνομαι Μύκ. Ρόδ.: Εἶναι φρόνιμη πιˬά, ἤκαμε bαιδιˬὰ καὶ δάμασενε Μύκ. Αὐτὸς ἐδάμασε καλὰ καὶ καλὰ Ρόδ. β) Καταβάλλομαι, κουράζομαι Ἀστυπ.: Ἐδάμασα ᾿πὸ τὶς δουλτσειˬές. 2) Ἐπὶ καρπῶν, ὠριμάζω Εὔβ. (Κάρυστ.) Κάλυμν. Λῆμν. Ρόδ. Σάμ. Χίος - Λεξ. Βάιγ. Πρω. Δημητρ.: Δὲ δαμάσανε ἀκόμα τὰ σῦκα Κάρυστ. Πεπόνι δαμασμένο αὐτόθ. Σὰ δαμάσ᾿νι τὰ σταφύλιˬα, θὰ τὰ τρυγήσουμι Λῆμν. Δαμάσανι οἱ ἐλιˬὲς Σάμ. Τ᾿ἀπίδιˬα ἐδάμασαν Λεξ. Βάιγ. β) Ἐπὶ ἐδεσμάτων, καθίσταμαι κατάλληλος πρὸς χρῆσιν Ἰκαρ. (Ἅγιος Δημήτρ.) Ρόδ. Χίος - Λεξ. Δημητρ.: Τὸ κρέας δὲν ἐδάμασεν ἀκόμη (δὲν ἔγινε τρυφερὸν) Λεξ. Δημητρ. Βάλε τὶς ἐλιˬὲς ᾿ς τὸ ἁλάτι νὰ δαμάσουν Χίος. Δαμάζει ἡ γριὰ (= ὁ ἐπίπαγος τοῦ γάλακτος εἶναι κατάλληλος πρὸς παρασκευὴν βουτύρου) Ρόδ. Ἔχρισα τὴβ βυτίνα, γιˬατὶ ἐδάμασεν τὸ κρασὶν (βυτίνα = πήλινο ἀγγεῖο· σταμάτησεν ὁ βρασμὸς τοῦ γλεύκους) Ἅγιος Δημήτρ. γ) Ἐπὶ κόπρου, ζυμοῦμαι, χωνεύω Ρόδ.: Ἐδάμασεν ἡ κοπριά. Δαμασμένη κοπριά. δ) Ἐπὶ καμίνου, καίω τὰ ξύλα Σύμ. Καὶ πάλε ᾿ὰ δαμάσῃ, ᾿ὰ τὸ ξαναb-bουκχώσῃς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA