δαμαλιὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμαλιὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

δαμαλιὰ ἡ, Λεξ. Βάιγ Κορ., Ἄτ. 4, 91 Μπριγκ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ιά. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

Τὸ δέρμα τοῦ μόσχου ἔνθ᾿ ἀν.: Συνών. βοιδιˬά, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βοιˬδιˬά, δαμαλοπέτσι, μοσχαριˬά, μοσχαρόδερμα

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/