δαμαλίδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαμαλίδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαμαλίδι τό, Ἄνδρ. Σέριφ. Τῆν. (Πύργ.) κ.ἀ. δαμαλίδιν Πόντ. (Νικόπ.) δαμαλίδ᾿ Μακεδ. (Ἅγιος Νικὸλ. Χαλκιδ. κ.ἀ.): νεμαλίδι Καππ. (Φάρασ.) νιμαλίδι Καππ. (Φάρασ.) ἀναμαλίδι Καππ. (Σινασσ.) ἀναμαλίδ᾿ Καππ. (Ἀνακ.) ἀναμαλίρ᾿ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) ἀλαμαλίδ᾿ Καππ. (Φλογ.) ἀλαμαλὶ Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον. Δίλ. Μισθ. Σίλατ. Φάρασ. Φλογ.) ἀλιμαλίδι Πόντ. (Ἀμισ.) δαμαλὶν Κύπρ. δαμαλὶ Εὔβ. (Κάρυστ.) Σῦρ. γαμαλὶν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαμάλι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ίδι.
Σημασιολογία
Δαμαλίδα 1, ἔνθ᾿ ἀν.: Τὸ βόρ᾿, ὅν ἔν μικρό, λέν το ταυρὶ χτσηνογιˬοῦ, τὸ μικρὸ λέν το ἀλαμαλὶ (τὸ βόδι, ὅταν εἶναι μικρό, τὸ λέγουν ταυρὶ τοῦ χτήνους, τῆς ἀγελάδος, τὸ λέγουν δαμαλίδι) Καππ. (Ἀραβάν. Γούρτον.) Ὕστερα (ἀπὸ τοὺς ἕξι μῆνες) τὸ ἀρσενικὸ λέικάμ᾿ το ταυρί, καὶ τὸ θελυκὸ λέικάμ᾿ το ἀλαμαλὶ Καππ. (Φλογ.) Τὸ θελυκὸ μουσκάρ᾿ λέικάμ᾿το ἀλαμαλίδ᾿ Καππ. (Φλογ.) Ὤρτωσέν το τὸ ἀλαμαλὶ (τὴν ἐγονιμοποίησε τὴν δαμαλίδα) Καππ. (Μισθ.) || ᾎσμ. Ἰγὼ τὴν ἀρραβώνιˬασα μ᾿ ἕναν Βούργαρου τζελέπη, πὄ᾿ τὰ χίλιˬα πρόβατα, τὰ τρακόσιˬα δαμαλίδιˬα (τζελέπη = εὐγενῆ, ἄρχοντα) Μακεδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA