δαμάσκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαμάσκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαμάσκο τό, σύνηθ. δαμάσκου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ dαμάσκο Ζάκ. Κρήτ. δαμασκὸ Θεσσ. δαμάσκα ἡ, Θρᾴκ. (Μυριόφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. damasko. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. δαμάσκον εἰς ἔγγραφ. ἐκ Ζακ. τοῦ 1825 (βλ. Ἀθηνᾶν 28(1916), 246). Ὁ τύπ. δαμάσκα ἡ, καὶ εἰς προικοσύμφωνον τοῦ 1770 Ἀθῆν. (βλ. Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην. 1, 264).

Σημασιολογία

1) Ὕφασμα μεταξωτὸν κυρίως, ἀλλά καὶ μάλλινον, πεποικιλμένον δι᾿ ἐνυφασμένων σχημάτων χρώματος βαθέος ἐρυθροῦ, προερχόμενον ἐκ Δαμασκοῦ ἢ κατεσκευασμένον κατὰ τὴν Δαμασκηνὴν τεχνοτροπίαν, χρησιμεῦον πρὸς κατασκευὴν ἐφαπλωμάτων, ἱερατικῶν ἀμφίων, καλυμμάτων ἐπίπλων κ.τ.ὅ. σύνηθ.: Φελόνι δαμάσκο Κρήτ. Πάπλωμα δαμάσκο Ἀθῆν. Τοῦ ᾿ρριξε καὶ τὸ δαμάσκο πάπλωμα, γιˬατὶ ἔκανε κρύο Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἕνα προικάτ᾿κου φ᾿στά᾿ τ᾿ς κυραμάννας μ᾿, ἦταν δαμάσκου (κυραμάννα = μάμμη) Ἤπ. (Κουκούλ.) Συνών. εἰς λ. δαμασκὶς 2β. 2) Τάπης πολύτιμος Κέρκ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Δαμάσκος Βιθυν. (Νέα Μουδαν.) Μακιδ. (Πρωτ. Ροδολίβ.) Πελοπν. (Μολ.) Σκίαθ. καὶ ὡς παρωνύμ. ὑπὸ τύπ. Δαμασκὸς Ἤπ. (Ραδοβύζ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/