δαρτιστὴς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαρτιστὴς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαρτιστὴς ὁ, Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. δαρτίζω.
Σημασιολογία
Ὁ ἐκτελῶν τὸ δάρτισμα, τὸ ὁπ. βλ. Πβ. ἀποδαρτής.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA