δασκαλοπαίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δασκαλοπαίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δασκαλοπαίδι τό, Ἤπ. Κουκούλ. (Μαργαρίτ.) Πελοπν. (Μανιάκ. Ὀλυμπ.) – Λεξ. Βλαστ. 412 Πρω. Δημητρ. δασκαλουπαίδ᾿ Θεσσ. Θρᾴκ. (Καλόδ. Μαδύτ.) Μακεδ. δσκαλοπαίδιν Πόντ. (Κερασ. Τρίπ.) διˬασκαλοπαίδι Ποντ. (Οἰν.) δσκαλοπαίδ’ Πόντ. (Τραπ.) δασκαλουπαίδ’ Ἤπ. (Κουκούλ.) Ἴμβρ. Μακεδ. (Βαρβάρ. Βόιον) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀστακ.) δασκαλόπαιδο Δαρδαν. (Σίγ.) δασκαλόπιδου Θεσσ. (Φάρσαλ.) Λῆμν.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δάσκαλος καὶ παιδί.

Σημασιολογία

1) Τὸ τέκνον τοῦ διδασκάλου Ἤπ. (Κουκούλ. Μαργαρίτ.) Πόντ. (Κερασ.): Κρῖμα! νά ᾿νι κὶ δασκαλουπαίδ᾿ κὶ νὰ μὴν τὰ παίρ᾿ τὰ γράμματα! Κουκούλ. Συνών. δασκαλάκι 2. 2) Δασκαλάκι 3, τὸ ὁπ. βλ., Δαρδαν. (Σίγ.) Ἤπ. (Κουκούλ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Καλόδ. Μάδυτ.) Ἴμβρ. Λῆμν. Μακεδ. Πελοπν. (Μανιάκ. Ὀλυμπ.) Πόντ. (Τραπ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀστακ.) - Λεξ. Βλαστ. 412 Πρω. Δημητρ.: Αὔριου τὰ δασκαλουπαίδιˬα θὰ πᾶνι ἰκδρουμὴ ᾿ς τοὺ βουνὸ μὶ τοὺ δάσκαλου τ᾿ς Στερελλ. Οὓλου δασκαλουπαίδιˬα ἦταν αὐτὰ π᾿ τσά᾿σαν τὰ τζάμιˬα ᾿ς τοὺ μαγαζὶ Κουκούλ. Μὲ λουλούδιˬα ντένουμε τὸν ἐπιτάφιˬο, τὰ δάσκαλοπαίδιˬα μαζώνουνε τὰ λουλούδιˬα Μανιάκ. Ἐσκόλασαν τὰ δσκαλόπαιδα Τραπ. || ᾌσμ. Κιˬ οὕλο δασκάλους ρώταγε κιˬ οὓλο δασκαλοπαίδιˬα: - Μὴν εἶδες τὸν Καράμπελα κιˬ αὐτὸν τὸν Βασιλάκη; Ὀλυμπ. Τὰ μοναστήριˬα σήμαναν κ᾿ οἱ ἐκκλησιˬὲς διˬαβάζουν κὶ τὰ δάσκαλουπαίδιˬα σου λέγου τὰ πινακίδιˬα Μακεδ. Πιρνάει κιˬ ἀπ᾿ τοὺ κρασοπουλε͜ιό, παίρνει καλοὺς μπικρῆδες, πιρνάει κιˬ ἀπ᾿ τὴν παιδουμάζουξη, παίρνει δασκαλουπαίδιˬα Ἀστακ. Τραγούδησι, πουλλάκι μου, σὰν boύ ᾿σουν μαθημένου, σὰν bου᾿ ᾿σουν δασκαλόπιδου κιˬ ἀπ᾿ τοὺ σχουλε͜ιὸ βγασμένου Λῆμν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/