δαύλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαύλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαύλακας ὁ, Πελοπν. (Πάτρ.) - Γ. Μαθιουδ., Λουλούδ., 19 δαύλιˬακας Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Κεφαλλ. Μακεδ. (Βόιον) δαύλιˬαγκας Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαυλὸς καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ακας.
Σημασιολογία
1) Μέγα καυσόξυλον Πελοπν. (Πάτρ.): Πήγαινε νὰ φέρῃς ἓνα δαύλακα, γιὰ νὰ ψήσουμε τὸ φάσσακα (φάσσακας= μεγεθ. τοῦ πτηνοῦ φάσσα, μεγάλη φάσσα· ἐκ παραμυθ.) Συνών. δαύλαρος. 2) Μεταφ., ἐπὶ ὑπερβολικῆς φαγοποσίας Ἤπ. (Μέγα Περιστ.) Κεφαλλ. - Γ. Μαθιουδ., ἔνθ᾿ ἀν.: Φρ. Τρώει τὸ δαύλιˬακα (τρώγει τόσο πολύ, ὥστε καταβροχθίζει τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὸν ἄρτον τὸν παρασκευασθέντα ἐκ σίτου προσβληθέντος ὑπὸ ἄνθρακος ἢ δαυλοῦ) Κεφαλλ. Μωρὲ ἐσύ, γιˬέ μου, θέλεις ἕνα δαύλιˬαγκα, γιˬὰ νὰ χορτάσῃς! αὐτόθ. Μπά, ποὺ νὰ φᾷς τὸ δαύλιˬακα!͵αὐτόθ. Ἔφαγις τ᾿ φάσσα; Φάι τώρα κὶ τοὺ δαύλιˬακα! (ἐκ παραμυθ.) Μέγα Περιστ. Σὰ dὸν ἔφαες τὸ φάσσακα, φάε καὶ τὸ δαύλακα (ἐκ διηγήσ.) Γ. Μαθιουδ., ἔνθ᾿ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA