δαχτυλίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαχτυλίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαχτυλίδι τό, δαχτυλίδιο Βιθυν. (Τρίγ.) δαχτυλίδιˬο Μυκ. δαχτυλίδιν Κύπρ. Πόντ. (Νικοπ. Οἰν. Τραπ.) δαχτυλίδι κοιν. καὶ Τσακων. δαχτουλίδι Αἴγιν. δαχτουλίδ᾿ Μακεδ. Καππ. (Μισθ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) δαχτ᾿λίδ᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δαχ᾿λίδ᾿ πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. δαχτυίδ᾿ Ἤπ. (Μαζαρ.) δαχτυλίιν Κύπρ. δαχτυλὶν Χίος (Νένητ.) δαχτυλίι Κῶς Ρόδ. κ.ἀ. δαχτυλὶ Θεσσ. (Ζαγορ.) Κάλυμν. Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Κάσ. Κῶς Ρόδ. Χίος (Διδύμ. κ.ἀ.) δαχκυλίδι Τσακων. δαχκυλίιδι Τσακων. δαχτυλίδι Χίος (Βέσ.) δαθτυλίδι Καλαβρ. (Χωρίο Ροχούδ.) δατ-τυλίδι Καλαβρ. (Γαλλικ.) δαστυλίδι Καλαβρ. (Μπόβ.) dατ-τυλίdι Ἀπουλ. (Μελπιν. Σολέτ.) dατ-τυλίτι Ἀπουλ. λαχτυλίδι Καππ. (Ἀνακ. Σινασσ. κ.ἀ.) βαχτυλίδι Τῆλ. βαχτυλίι Κάρπ. Κάσ. Τῆλ. βαχτυλὶ Κάρπ. Κάσ. Ρόδ. Χάλκ. γαχτυλὶ Ρόδ. ᾿αχτυλίδι Κάρπ. Κάσ. ᾿αχτυλίι Κάρπ. (Ἔλυμπ.) ᾿αχτυλὶ Κάρπ. Κάσ. δαχτυρίδι Ἤπ. Πληθ. δαχτυλίιδιˬα Πελοπν. (Μάν.) δαχτυλίδτζιˬα Κῶς Ρόδ. κ.ἀ. δαχτυλὶτζιˬα Κάλυμν. δατυλίτζιˬα Κύπρ. δαχτυλίθκιˬα Κύπρ. δαχτυλίκκιˬα Κῶς δακτυλία Καππ. (Μισθ.) δαχ᾿λίdγιˬα Θεσσ. (Ἀνατ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Βυζαντ. δακτυλίδιν. Βλ. Διγεν. Ἀκριτ. στ. 893 (ἔκδ. Π. Καλονάρ., σ. 55) «δός μοι λόγον, γλυκύτατε, καὶ δός μοι δακτυλίδιν», Πρόδρομ. 1. 51 (ἔκδ. Hesseling - Pernot) «οὐκ εἶδα εἰς τὸ δακτύλιν μου κρικέλιν δακτυλίδιν» καὶ Μαχαιρ. 1, 84 (ἔκδ. R. Dawkins, σ. 31). Ὁ τύπ. δαχτυλίδιν ἤδη εἰς Χρον. Μορ. Η, στ. 1866 (ἔκδ. J. Schmitt) «Μὲ δαχτυλίδιν γὰρ χρυσὸν ἀθέως τὸν ρεβεστίζει» Πβ. ἀρχ. οὐσ. δακτυλίδιον.

Σημασιολογία

1) Ὁ δακτύλιος κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Μελπιν. Σολέτ. κ.ἀ.) Καλαβρ. (Γαλλικ. Μπόβ. Χωρίο Ροχούδ. κ.ἀ.) Καππ. (Ἀνακ. Μισθ. Σινασσ. κ.ἀ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.) Δαχτυλίδι χρυσὸ - διαμαντένιˬο - ἀσημένιˬο – μαλαματένιˬο κοιν. Ὄμορφομ bοὖναιν dὸ δαχτυλὶν dῆς νύφ-φης! Κῶς Ἀντάμα μὲ τὸ δαχτυλὶν ὁ γαμbρὸς κρεμ-μᾷ μbρὸς ᾿ς τὴ ν-νύφ-φη τσαὶ τοῦμbλες, βενέτικα, κωστανdινᾶτα φλουριˬὰ τσαὶ σταυρόμ-μαλαματένο Κάλυμν. Τὰ δαχτυλίτα μbορεῖ νἆναι ν-ταὶ μαλαματένα τσαὶ βολυμένιˬα αὐτόθ. Φορούσανε καὶ δαχτυλίδιˬα ἀντίκες (μὲ ἀρχαίους δακτυλιολίθους) Λέρ. Φουράει καλὸ δαχ᾿λίδ᾿ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Ἔχ ᾿τὰ δάχ᾿λα γιˬομᾶτα δαχ᾿λίδιˬα Ἤπ. (Παλάσ.) Οὑ νουνὸς τοῦ γαμπροῦ παίρ᾿ τοὺ δαχ᾿λίδ᾿ ἀπ᾿ τοὺ γαμπρὸ κὶ τοὺ πιράει ᾿ς τοὺ χέρ᾿ τ᾿ς νύφ᾿ς Στερελλ. (Ἀχυρ.) Εἶχα τοὺ δαχ᾿λίδ᾿ τ᾿ πιθιροῦ μ᾿ πού ᾿ταν πιθαμένους Μακεδ. Τὰ δάχτ᾿λα τ᾿ς εἶνι γιˬομᾶτα δαχτ᾿λίδιˬα Εὔβ. (Ἄκρ.) Χουρσὸ λαχτυλίδι (Ἀνακ.) Ἔχ᾿ ἕνα δαχτυλίδ᾿ ᾿ς σὸ χέριν ἀτ (Τραπ.) Μαλαματένεν - ἀσημένεν δαχτυλίδ᾿ αὐτόθ. Ἑρέτε ἕνα δαχτυλίιδι τάσ᾿ ὸν ἅγιε (εὑρῆκα ἕνα δαχτυλίδι μέσα εἰς τὴν ἐκκλησίαν) Τσακων. Ὅρα ἕνα δαχκυλίδι ᾿π᾿ ἔ, φαροῦα ! (κοίταξε ἕνα δαχτυλίδι, ποὺ φορεῖ!) αὐτόθ. Ἡ μία (κόρη) τοῦ λέει, νὰ μοῦ φέρῃς ἓνα ὡραῖο δαχτυλίδι (ἐκ παραμυθ.) Ζάκ. Ἀκεῖ συμφώνησαν κ᾿ οἱ τρεῖς καὶ ἀφίνουνε ἀκεῖ πέρα τὰ δαχτυλίδιˬα (ἄκεῖ= ἐκεῖ· ἐκ παραμυθ..) Ἤπ. (Μαργαρίτ.) Ἀποὺ πίσ᾿ ἀπ᾿ ν᾿ ᾿πόρτα εἶνι ἕνα δαχ᾿λίδ᾿ σκουριˬασμένου (ἐκ παρομιομ.) Ἁλόνν. || Φρ. Μοῦ ᾿ρθε δαχτυλίδ᾿ (ἐπὶ πλήρους ἐφαρμογῆς ἐνδυμάτων, ὑποδημάτων, πίλων κ.ἀ.) Εὔβ. (Ψαχν.) Συνών. φρ. Μοῦ ᾿ρθε κουτί. Περνάει τὸ βό᾿ ἀπ᾿ τοὺ δαχ᾿λίδ᾿ (εἶναι ἄριστος σκοπευτὴς) Θεσσ. (Δομοκ.) Ἐβούλλωναν τὸ δαχτυλίδι οἱ παλιˬοὶ (συνών. μὲ τὴν προηγούμ.) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) || Παροιμ. Τὰ δαχτυλίδιˬα ἂν πέσουνε, τὰ δάχτυλα ᾿πομένουν (οἱ εὐπατρίδαι καὶ ἂν δυστυχήσουν, δὲν χάνουν τὴν εὐγένειαν τῆς καταγωγῆς) Χίος. Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Τσίτσιρος κιˬ ἀνυπόλυτος καὶ δαχτυλίδιˬα φορεῖ (ἐπὶ πτωχαλαζόνων) Ν. Πολίτ., Παροιμ. 4, 304. || Αἰνίγμ. Δαχτυλίιν πυρκωτόν, | πυρκωτὸν καμαρωτόν, ἀπὸ τὸν πύρκον ἔπ-πεσε, | ποτ-τὲ του ᾿ὲν ἐρράισεν (ὁ ὄφις) Κύπρ. Δαχτυλίδι λατρινό, | λατρινό, ξελατρινό, χίλιˬους γκρεμοὺς γκρεμίζεται, | πέφτει τσαὶ δὲ τσατσίζεται (τὸ ποτάμι) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) || ᾌσμ. Νύφ-φη μου, πο͜ιὸς σὲ χτένισε ντ᾿αὶ ποῦ ᾿ν᾿d᾿ ἀποχτενίδτιˬα, ποὺ τὰ γυρεύτ᾿ ὁ χρυσοφός, νὰ κάμῃ δαχτυλίδτιˬα; Λέρ. Βάζ-ζει τὸ ἥλ-λιˬομ bρόσωπο ν-gαὶ τὸ φενgάρι στῆθος καὶ τὰ χαλικοπέτραδα κουμbιˬὰ καὶ δαχτυλίδγιˬα Νίσυρ. Ὁ ἥλιος, ὅdε πρωτοβγῇ, λάbει ᾿ς το πρόσωπό σου καὶ δαχτυλίδιˬα κάνουνε οἱ γιˬ-ἄκρες τῶ μαλλιˬῶ σου Κρήτ. Αὐτὸ σοῦ στέλνω, χρυσικέ, ἕνα δραμάκι ἀσήμι, νὰ φκε͜ιάσῃς κούπα κὶ σταυρό, σταυρὸ κὶ δαχτυλίδι Θεσσ. (Καρδίτσ.) Βγάλ-λει ἀπ᾿ τὸ ᾿αχτύλι τ-της ὄμορφον ᾿αχτυλίδι, ᾿ς τὰ χείλη της τὸ ᾿πόσυρε κιˬ ὄξω βγαίν-ν᾿ ἡ ψυχή της Κάσ. Τ᾿ ἀνάστημά της τὸ ψηλὸ νά ᾿ναι σὰν κυπαρίσσι, νά ᾿χῃ κορμάκι ἀγγελικὸ καὶ μέση δαχτυλίδι Πελοπν. (Λακων.) Ἕναν ὄμορφο Φραγκάκι, | πού ᾿ρτε μ-μὲ τὸ παμποράκι καὶ φορεῖ χρουσῆ κ-καδένα, | ᾿αχτυλία ᾿γιˬαμαντένα Κάρπ. β) Ὁ δακτύλιος ἀρραβὼν κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Ἔδωσαν λόγο καὶ τὸ Σάββατο βράδυ θὰ βάλουν τὰ δαχτυλίδιˬα κοιν. Φορεῖ δαχτυλίδι, εἴναι ἀρραβωνιˬασμένη Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Γιˬατί φορεῖς δαχτυλίδι; Παντρεύτηκες καὶ δὲν τὄμαθα; Πελοπν. (Τριφυλ.) || Φρ. Ἀλλάξανε - περάσανε - βάλανε δαχτυλίδιˬα (ἠρραβωνίσθησαν) κοιν. Ἔδωκα δαχτυλίδι (ἠρραβωνίσθην) Κρήτ. Ἔθηκαν δαχτυλίδι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) (Χαλδ.) Ἄλλαξαν δαχ᾿λίδιˬα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Θάσ. Τσ᾿ ἔδωσι δαχτ᾿λίδ᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Εὔβ. (Ἄκρ.) Πάω τὸ δαχτυλίδι (ἀρραβωνίζομαι) Ζάκ. Γένουνdι μὶ τοὺ καλὸ τὰ συβάσματα κιˬ ἀλλάζιτι τὰ δαχ᾿λίdγιˬα (συβάσματα = οἱ ἀρραβῶνες) Θεσσ. (Ἀνατ.) Ρίχνω τὸ δαχτυλίδ᾿ (διαλύω τὸν ἀρραβῶνα) Ἤπ. Ἔκλωσεν τὸ δαχτυλίδ᾿ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Χαλδ. Θὰ μᾶς γυρίσουν πίσου τὸ δαχτ᾿λίδ᾿ (θὰ ἀθετὴσουν τὴν ὑπόσχεσίν των) Μακεδ. (Λακκοβ.) || Παροιμ. Τὸ δαχτουλίδι βάζοντας καὶ ἡ καρδιˬὰ γέρνοντας (ὁ ἀρραβωνιζόμενος καθίσταται σώφρων ἐγκαταλείπων τὴν προτέραν ζωηρότητα) Αἴγιν. || ᾌσμ. Ζητ᾿ ἄωρος τῆς νιˬᾶς φιλὶ κ᾿ ἡ κόρη ᾿αχτυλίι Κάρπ. Κ᾿ ἡ ἀρραβῶνα, πὄρριξε, κουμπὶ καὶ δαχτυρίδι, ᾿ς τὸ δαχτυρίδι νὰ πατῇ καὶ ᾿ς τὸ κομπὶ νὰ παίζῃ Ἤπ. Συνών. βέρα. 2) Ὁ κρίκος, ὁ δακτύλιος τῆς ἀγκύρας Ναύστ. β) Στρόφιον ἐκ ξύλου, συνήθως λύγου, χρησιμοποιούμενον διὰ τὰ ἀναδρομικὰ ἱστία τῶν πλοίων Λ. Παλάσκ., Λεξ. ναυτ. ὁρ. γ) Ὁ σιδηροῦς δακτύλιος, ὁ συγκρατῶν τοὺς δύο βραχίονας τῶν ξυγκλῶν τοῦ ὑφαντικοῦ ἱστοῦ Πελοπν. (Περιθώρ.) δ) Ὁ μετάλλινος ἢ ξύλινος δακτύλιος, ὁ καλύπτων τὸν ἄξονα μηχανῆς, διὰ νὰ προστατεύῃ αὐτὸν ἐκ τῆς τριβῆς Εὔβ. (Ψαχν.) κ.ἀ. ε) Σιδηροῦς δακτύλιος χρησιμεύων κατὰ τὴν ἕνωσιν σωλήνων διὰ τὴν σύνδεσιν Ναύστ. Συνών. μούφα. στ) Ἑκάστη ἐκ τῶν πετρῶν, αἱ ὁποῖαι κτίζονται εἰς τὸ κέντρον κυκλικῶς σχηματίζουν σωληνοειδῆ αὔλακα, διὰ τοῦ ὁποίου διέρχεται τὸ θέτον εἰς κίνησιν τὸν μύλον ὕδωρ Ἰκαρ. ζ) Εἶδος κόμβου Α. Σακελλαρ., Ἐγχειρ. Ἀρμεν., 83. η) Σιδηροῦς δακτύλιος χρησιμοποιούμενος εἰς τὴν ὑαλουργίαν Σῦρ. 3) Ἡ παιδιὰ δαχτυλιδάκι 2, τὸ ὁπ. βλ., Στερελλ. (Σιβίστ.) β) Παιδιὰ, καὶ τὴν ὁποίας ὑπάρχει σωρὸς ἀλεύρου καὶ εἰς τὴν κορυφὴν αὐτοῦ δακτύλιος, ἀφαιροῦν διὰ ξυλαρίου, ἕκαστος μὲ τὴν σειράν του, μέρος τοῦ ἀλεύρου προσπαθοῦντες νὰ ἀποφύγουν τὴν κατάρριψιν τοῦ δακτυλίου. Ὁ καταρρίπτων αὐτὸν ὑποχρεοῦται νὰ συλλάβῃ τοῦτον διὰ τῶν ὀδόντων, ἐπιχειρῶν δὲ τοῦτο ἀλευροῦται εἰς τὸ πρόσωπον προκαλῶν οὕτω τὴν θυμηδίαν τῶν συμπαικτῶν του Τῆλ. γ) Παιδιά, κατὰ τὴν ὁποίαν ἕκαστος τῶν συμπαικτῶν ὑποχρεοῦται νὰ συλλάβῃ διὰ τῶν ὀδόντων δακτύλιον ἢ ἄλλο ἀντικείμενον βυθιζόμενον ἐντὸς λεκάνης πλήρους ὕδατος Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/