Ἅγιος-Τάφος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

Ἅγιος-Τάφος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Ἅγιος-Τάφος ὁ, λόγ. κοιν. Ἅγιˬον-Τάφος Παξ. Ἅγιˬου-Τάφους Λέσβ. Ἅγι-Τάφος Καππ. (Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ.) Ἅγιν-Τάφος Καππ. (Ἀραβάν.) Πόντ. (Κερασ.) Ἅγεν-Τάφος Πόντ. (Χαλδ.) Ἅι-Τάφος πολλαχ. καὶ Πόντ. (Κερασ.) Ἅιν-Τάφος Πόντ. (Κερασ.) Ἅιν-Τάφους Θρᾴκ. Ἁεν-Τάφος Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ἁν-Τάφος Πόντ. (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. τάφος. Εἰς τοὺς τύπ. Ἅγιον-Ἅγιν-Ἅγεν-Ἅιν-Ἁεν-Ἁν-Τάφος τὸ ν ἐκ τῆς αἰτιατ. Ἅγιον-Τάφο.

Σημασιολογία

1)Ὁ Ἅγιος Τάφος τοῦ Χριστοῦ καὶ κατὰ συνεκδ. οἱ τόποι γενικῶς, ὅπου ἔζησεν ὁ Χριστὸς, ἡ Παλαιστίνη κοιν. καὶ Καππ. (Ἀραβάν. Σινασσ.) Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.):Μὶ τοὺ καλὸ νὰ πάς ᾿ς τοὺν Ἅγιˬου-Τάφου! (εὐχὴ) Λέσβ. Κάθαν χρόνον ᾿ς σὸν Ἁεν-Τάφον ἐβγαίν᾿ τ᾿ ἁεφῶς ἀσ᾿σὸ ταφὶν τῆ Χριστοῦ (κάθε ἔτος εἰς τὸν Ἅγιον Τάφον ἐξέρχεται τὸ ἅγιον φῶς ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ) Χαλδ. 2)Εἰκὼν ἐπὶ τετραγωνικοῦ ὑφάσματος παριστῶσα τὸν ἐνταφιασμὸν τοῦ Χριστοῦ, γεγονότα τῆς Ἁγίας Γραφῆς καὶ διαφόρους ἁγίους, ἣν κομίζοντες ἐξ Ἱεροσολύμων οἱ προσκυνηταὶ ἀναρτοῦν εἰς τὸ εἰκονοστάσιον τῆς οἰκίας Θρᾴκ. Πόντ. (Κερασ.) κ.ἀ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/