ἁγιˬοστέφανο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοστέφανο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬοστέφανο τό, ἀμάρτ. ἁγιˬουστέφανου Λέσβ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. στεφάνι.
Σημασιολογία
Ὁ ἅγιος στέφανος τοῦ Χριστοῦ:ᾎσμ. Πήρανι τ᾿ ἁγιˬουστέφανου κὶ βάλαν ἀgαθένιˬου, πῆραν κὶ τ᾿ ἁγιˬουζώναρου κὶ βάλαν λυγαρένιˬου (ἐκ τοῦ ᾄσμ. «τοῦ Χριστοῦ τὸ καταλόγι», ὅπερ τὴν ἑσπέραν τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς ψάλλεται ὑπὸ χοροῦ παρθένων πρὸ τοῦ Ἐπιταφίου).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA