ἁγιˬοτράπεζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοτράπεζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬοτράπεζο τό, ἀμάρτ. ἁγιˬοτράπεζον Πόντ. (Κερασ.) ἁγιˬατράπεζον Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. τραπέζι. Τὸ ἁγιˬατράπεζον ἔχει τὸ α κατὰ τὸ ἁγία-τράπεζα, ὃ πβ.
Σημασιολογία
Ἡ ἁγία τράπεζα, τετράγωνος καὶ εἰς τὸ κέντρον τοῦ ἱεροῦ βήματος ἱδρυμένη, ἐπὶ τῆς ὁποίας τελεῖται τὸ μυστήριον τῆς θείας εὐχαριστίας: ᾎσμ. Ἁγιˬὸ-Σοφιˬὰ νὰ κρύβῃς με, οἱ Τοῦρκοι θὰ μὲ παίρ᾿νε, τ᾿ ἔξ᾿-ι-σ᾿ θὰ κάμω μάρμαρον, τ᾿ ἀπέσ᾿ μαργαριτάριν, θὰ κάμω ᾿ς τ᾿ ἁγιˬοτράπεζο σ᾿ ὁλόχρυσον μαντήλιν (τ᾿ ἔξ-ι-σ᾿=τὸ ἔξω σου. τ᾿ ἀπέσ᾿=τὸ μέσα. Εἰς τὸ ἁγιˬοτράπεζό σ᾿ ἀπεβλήθη τὸ ν ἐν συνεκφ. πρὸ τοῦ σ τῆς ἀντων.) Κερασ. Συνών. ἁγία-Τράπεζα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA