ἁγιˬοτσικούρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἁγιˬοτσικούρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἁγιˬοτσικούρι τό, Εὔβ. (Αἰδηψ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. τσικούρι.
Σημασιολογία
Ὁ πέλεκυς (τὸ α΄ συνθετ. ἅγιος δὲν προσθέτει οὐδεμίαν σημ., ἐσχηματίσθη δὲ τὸ σύνθετον μόνον διὰ νὰ συμφωνήσῃ γλωσσικῶς πρὸς τὸ ἁ-Γιˬάννης τῆς ἐπῳδ., ἐν ᾗ λέγεται, καθὼς καὶ τὸ ἁγιˬολόγγος): Κίνησε ἁ-Γιˬάννης ὁ Πρόδρομος, πῆρε τὸ ἁγιˬοτσικούρι νὰ πάῃ ᾿ς τὸν ἁγιˬολόγγο (ἐπῳδ. εἰς ἐρυσίπελας).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA