ἁγιˬουλλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬουλλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬουλλάκι τό, Κυκλ. (Θήρ. Τῆν. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἁγιˬούλλι.

Σημασιολογία

1)Μικρὰ εἰκὼν Κυκλ. (Θήρ. Τῆν. κ.ἀ.):Ἔχω ἕνα ἁγιˬουλλάκι ἐγὼ καὶ μοῦ φυλάει τὰ μουλάριˬα Τῆν. Τὸν ἅγιˬο-Νικόλα τὸν ἔχω ᾿ς ἁγιˬουλλάκι (ζωγραφισμένον εἰς μικρὰν εἰκόνα) Τῆν. Συνών. ἁγιˬάκι, ἁγιˬούλλι. 2)Ἐπιθετικ. τὸ ἥσυχον, τὸ φρόνιμον: Ἁγιˬουλλάκι παιδὶ εἶν᾿ αὐτὸ (ἐκ πληρεστέρας φρ. παιδὶ σὰν ἁγιˬουλλάκι) Τῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/