ἁγιˬοφόρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοφόρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἁγιˬοφόρι τό, Ἀθῆν. Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) ἁγιˬοφόρι Καππ. (Σινασσ. κ.ἀ.) ἁγιˬοφόρ᾿ Καππ. ἁιφόρι Καππ. (Ἀνακ. Μαλακ. Σίλατ. Σίλ. Σινασσ. κ.ἀ.) ἁιφόρ᾿ Καππ. (Σίλατ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ ρ. φορῶ.

Σημασιολογία

1)Λευκὸν παραπέτασμα ἢ περικάλυμμα εἰκόνος ἱερᾶς Ἀθῆν. 2)Ἡ ἱερατικὴ στολὴ τοῦ ἱερέως, συνήθως δὲ τὸ φελόνιον Ἀθῆν.:Πρέπει νά ᾿ναι καθαρὴ ἡ σκάφη ποῦ θὰ πλυθῇ τ᾿ ἁγιˬοφόρι τοῦ παππᾶ. 3)Ἔνδυμα καινουργὲς φορούμενον κατὰ τὰς ἑορτὰς Καππ. (Μαλακ. Σινασσ.) β)Ἔνδυμα γαμήλιον Καππ. (Ἀνακ. Σίλατ. Σίλ. κ.ἀ.):ᾌσμ. Φορώνουνε τὸν νεˬόγαμπρο, ἂς ἔν᾿ εὐλογημένο, φορώνουνε τ᾿ ἁιφόρι του καὶ ζώνουν τσὴ ζωστρή του Καππ. Ἂς φπρέσῃ τ᾿ ἁιφόρι μου, ἂς ζωστῇ τὴ ζωστή μου, ἂς καλλικέψ᾿ τὸ μαῦρο μου καὶ ᾿ς τὴ χαρὰ ἂς πάγῃ Σίλατ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/