ἅγιο-φῶς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἅγιο-φῶς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἅγιο-φῶς τό, πολλαχ. ἅγιου-φῶς Μακεδ. κ.ἀ. ἁεφῶς Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ παραθέσεως τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ οὐσ. φῶς.

Σημασιολογία

1)Τὸ ἅγιον φῶς, ὁποῖον τὸ φαινόμενον ὡς ἐξερχόμενον ἐκ τοῦ τάφου τοῦ Χριστοῦ κατὰ τὴν τελετὴν τῆς ἀναστάσεως ἐν Ἱεροσολύμοις ἢ τὸ κατερχόμενον ἐξ οὐρανοῦ ἐπὶ ἁγιασθέντος νεκροῦ σώματος ἐναρέτου ἀνθρώπου Παξ. Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.):Κάθαν χρόνον ᾿ς σὸν Ἁεν-Τάφον ἐβγαίν᾿ τ᾿ ἁεφῶς ἀσ᾿σὸ ταφὶν τοῦ Χριτοῦ (κάθε ἔτος εἰς τὸν Ἅγιον Τάφον ἐξέρχεται τὸ ἅγιον φῶς ἀπὸ τὸν τάφον τοῦ Χριστοῦ) Χαλδ. Ἐκατέβεν τ᾿ ἁεφῶς ἀπάν᾿ ἀτ᾿ (κατῆλθε τὸ ἅγιον φῶς ἐπάνω του. Ἐπὶ νεκροῦ) Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. Μόνον ὁ τάφος τοῦ Χριστοῦ ἐκεῖνος δὲν ἐκάη, γιˬατὶ ὅπου εἶναι τ᾿ ἅγιο-φῶς, ἄλλη φωτιˬὰ δὲν πάει (ἀναφέρεται εἰς πυρκαϊάν τινα τῶν Ἱεροσολύμων) Παξ. 2)Τὸ φῶς τῆς Ἀναστάσεως, τὸ ὁποῖον οἱ Χριστιανοὶ λαμβάνουν ἐκ τῆς λαμπάδος τοῦ ἱερέως ἀνημμένης ἐκ τῆς ἀκοιμήτου λεγομένης κανδήλας τῆς ἁγίας τραπέζης, καθ᾿ ἣν στιγμὴν οὗτος, εὐθὺς πρὸ τῆς ἐνάρξεως τῆς τελετῆς, ἀνοίγων τὴν ὡραίαν πύλην καὶ προχωρῶν ἐπὶ τοῦ σολέα ἐκφωνεῖ «δεῦτε λάβετα φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός». Διὰ τοῦ φωτὸς τούτου ἀνάπτουν τὴν κανδήλαν τοῦ εἰκονοστασίου τῆς οἰκίας, τὴν ὁποίαν διατηροῦν ἄσβεστον ἐπὶ τεσσαράκοντα ἡμέρας πολλαχ.:Πάμε ᾿ς τὴν ἐκκλησσιˬὰ νὰ πάρωμε τ᾿ ἅγιο-φῶς Ἀθῆν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/