ἀα-ὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀα-ὰ

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

ἀα-ὰ τό, Κυκλ. Μεγίστ. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιφων. ἆ, ὅπερ ὡς μακρὸς φθόγγος ἀα-ὰ ρυθμικῶς ἐπαναλαμβανόμενον χρησιμοποιεῖται πρὸς βαυκάλημα τῶν βρεφῶν διὰ νὰ ἀποκοιμηθοῦν. Ἰδ. λ. ἆ 8.

Σημασιολογία

Τὸ λίκνον τοῦ βρέφους,ἡ κούνιˬα, μόνον ἐν τῇ παιδικῇ γλώσσῃ ἔνθ’ἀν.: Πάει τὸ μικρό μου ᾿ς τ᾿ ἀα-ά του Κυκλ. Ἂ τὸ βάλω τὸ μωρόν μου ᾿ς τ᾿ ἀα-ά του γιˬὰ νὰ κάμῃ τὰ ναννά του (ἂ ἀντὶ θὰ) Μεγίστ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/