ἁγιˬοχαρισμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἁγιˬοχαρισμένος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἁγιˬοχαρισμένος ἐπίθ. Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἅγιος καὶ τοῦ χαρισμένος μετοχ. τοῦ ρ. χαρίζω.

Σημασιολογία

Ὁ ὑπὸ ἁγίου χαρισμένος, δωρηθείς:ᾎσμ. Νάνι της τὴν κορούλλα μου τὴν ἁγιˬοχαρισμένη, ποῦ μοῦ τὴν ἐχαρίσασι οὕλ᾿ οἱ ἁγιˬοὶ τοῦ κόσμου (βαυκάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/