ἀβάδωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάδωτος

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

Κύπρ. ἀβάωτος Κύπρ.

Ετυμολογία

Έκ τοῦ στερητ. ἀ- καί τοῦ ρ. βαδώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μη κλεισθείς, ὁ μη άσφαλισθεἰς, άνοικτός:Οἰ πόρτες έμειναν ἀβάωτες τσαί ριοῦμεν. Ἔφηκεν τές πόρτες άβάδωτες τσ’ἐμπῆκαν οἱ ὄρνιθες τσ’ἐλερῶσαν τό σπίτιν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/