ἀβάνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
Χίος. κ.ἀ. ἀβάν’ς Β. Εὔβ. Ἤπ. Θράκ. (Ἀδριανούπ. Αἵν. κ.ἀ. ἀάνης Κάρπ. Θηλ. ἀβάνισσα Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀάνισσα Κάρπ. ἀανοῦ Κάρπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Ἀραβ havan=λίαν ἄπιστος, δόλιος, προδότης. Ἡ λ. καί παρά Βλάχ.
Σημασιολογία
1)Συκοφάντης, κακὸς Β.Εὔβ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Αἶν.) Κάρπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.): Φρ. Ἀάνισσα τοῦ Κόσμου (ἐπὶ γυναικὸς λίαν ρᾳδιούργου καὶ κακῆς) Κάρπ.|| Παροιμ. Ἀβάνισσα ᾿ς τὸ σπίτι σου σούρα θὲ νὰ σοῦ βγάλῃ (σούρα=δυσφημία) Ἀρκαδ. Ἀάνισσα ᾿ς τὸ σπίτι σου γιˬὰ σούρα τὴ συνάγεις (ὅτι πρέπει νὰ ἀποφεύγῃ τις τοὺς συκοφάντας διὰ νὰ μὴ συκοφαντηθῇ ὑπ’ αὐτῶν) Κάρπ. Ἡ ἀανιˬὰ ᾿ποΰρισε, ᾿ς τῆς ἀανοῦς ἐπόκατσε (ὅτι ὁ κακολογῶν ἐν τέλει κατακρίνεται) αὐτόθ. 2) Ἄδικος, πλεονέκτης Χίος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA