ἀβανίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβανίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀβανίζω Βιθυν. (Προῦσ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κύθηρ. Κύπρ. κ.ἀ. ἀβγανίζω Κρήτ. ἀφανίζω Κύπρ. ἀβανίζου Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβανιˬά. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
Κατηγορῶ ψευδῶς, διαβάλλω, συκοφαντῶ ἔνθ’ ἀν.: Μὲ ἀβανίζουνε Κύθηρ. Ἀβάνισαν την πῶς ἔν’ ἄτιμη Κύπρ. || ᾎσμ. Νὰ μὴν μὲ ἀβανίζετε, | καλὰ δὲν μὲ γνωρίζετε. αὐτόθ. Συνών. ἀβανεύω 1, ἀβανιˬάζω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA