ἀβάντ-τα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάντ-τα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικά
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβάν-τα ἡ, Ἀθῆν. Κέρκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.) Σῦρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβάν-τι κατὰ τὰ εἰς –α οὐσ.
Σημασιολογία
1)Κέρδος, μάλιστα χρηματικόν, συνήθως ἐξ ἀθέμιτου πράξεως, ἰδίως τῆς χαρτοπαιξίας, τὸ ὁποῖον πορίζεταί τις χωρὶς νὰ συντελέσῃ εἰς ἐπιτυχίαν αὐτῆς Κέρκ. Κεφαλλ.: Θέλω ἀβάν-τα Κεφαλλ. Πληρώνω ἀβάν-τα αὐτόθ. Ζῇ μὲ ἀβάν-τες αὐτόθ. Ἔχει κιˬ αὐτὸς τὴν ἀβάν-τα του, γιˬ’ αὐτὸ δὲ μιλεῖ Κέρκ. Συνών. κωλόκουρο. β) Ἐπιρρηματ. δωρεάν, εἰς βάρος ἄλλου Κύπρ. Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.): Θέλει νὰ τρώῃ ἀβάν-τα Κύπρ. Πβ. ἀβάν-τατζης. 2)Βοήθεια, ἐπικουρία Πελοπν. (Συκεˬὰ Κορινθ.): Δῶ μου μιˬὰ ἀβάν-τα! β)Ἠθικὸν στήριγμα, θάρρος, ὅπερ ἔχει τις παράτινος προσώπου Στερελλ. Σῦρ. κ.ἀ. Ἔχει ἀβάν-τα τὸ θεῖο του, γιˬ’ αὐτὸ φαωνάζει Σῦρ. Ἔχου ἀβάν-τα τοὺν ἀδιρφό μ’ Στερελλ. 3)Ἐν τῇ συναισθηματικῇ γλώσσῃ τῶν λωποδυτῶν ὁ πρὸς βοήθειαν ἢ συνεργασίαν ἀκολουθῶν ἄλλον ὁμότεχνον λωποδύτης Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA