ἀβαν-ταδῶρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαν-ταδῶρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀβαν-ταδῶρος ὁ, Κεφαλλ. Παξ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβάν-τα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -δῶρος.
Σημασιολογία
Ὁ ζῶν ἀπὸ άβάν-τες, ἤτοι εἰσοδήματα ἢ κέρδη, τὰ ὁποῖα συνήθως πορίζεται δι’ ἐκβιασμῶν ἔνθ’ἀν.: Σοῦ εἶναι ἕνας ἀβαν-ταδῶρος! Κεφαλλ. Τὸν ἀβαν-ταδῶρο ἔκαμα ’ς τὰ χαρτοπαίγνια ἀγν. τόπ. Συνών. ἀμακκαδῶρος. Πβ. ἀβαντζαδῶρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA