ἀβαντζαδῶρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαντζαδῶρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

ἀβαντζαδῶρος ὁ, Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Ἰταλ. avanzatore. Τὸ δ ἀντὶ τοῦ τ κατ’ ἐπίδρασιν τῆς παραγωγικῆς καταλ. –δῶρος. Πβ. ἀββιζαδῶρος, λιμαδῶρος, φουμαδῶρος.

Σημασιολογία

1)Ὁ ἔχων λαβεῖν παρά τινος, τὸν ὁποῖον ἐδάνεισε, πιστωτής: Φρ. Εἶναι τοκιστὴς κιˬ ἀβαντζαδῶρος (εἰρων. ἐπὶ ἀέργου). 2)Ὁ ἔχων κέρδη καὶ εἰσοδήματα χωρὶς νὰ ἐργασθῇ (ἡ σημ. αὕτη ἐγεννήθη ἐκ παρασχετισμοῦ πρὸς τὸ ἀβάν-τα, ὅ ἰδ.) Πβ. ἀβαν-ταδῶρος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/