ἀβάντζιˬα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάντζιˬα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀβάντζιˬα ἐπίρρ. ἀμάρτ. ἀβάτζιˬα Κρήτ. ἀβάτζιˬο Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀβάντζιˬος.
Σημασιολογία
Πολύ, ὑπερβολικῶς, ἐπὶ πλέον, παραπάνω: Ἀγαπᾷ τηνε τὴ φιλαινάδα τση ἀβάτζιˬα. Ἀβάτζιˬα ἀγαπῶ αὐτὸ τὸ παιδί. Ἀγόρασα κρέας ἀβάτζιˬο. Αὐτὸ ποῦ κάνεις εἶν᾿ ἀβάτζιˬο. Πβ. ἀβάντζο 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA