ἀβάντζιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάντζιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀβάντζιˬος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀβάτζιˬος Κρήτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀβάντζο.
Σημασιολογία
Ἀνώτερος, ὑπέρτερος κατὰ τὴν κοινωνικὴν θέσιν, τὸ ἀξίωμα, τὰς γνώσεις κττ.: Εἶν’ ἀβάτζιˬος της (ἐπὶ συζύγου ἀνωτέρου τῆς συζύγου του).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA