ἀβάντζο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβάντζο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβάντζο τό, Ζάκ. Ἰων. (Κρήν.) Μῆλ. Πελοπν. Σίφν. κ.ἀ. ἀβάτζο Κεφαλλ. ἀβάτζου Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀβάζο Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Καλαμ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἰταλ. avanzo.
Σημασιολογία
1)Κέρδος, ὠφέλεια Ζάκ. Κεφαλλ. κ.ἀ.: Δὲν ἔχω ἀβάτζο ἀπὸ ἐκείνη τὴ δουλε͜ιὰ Κεφαλλ. Ἐτοῦτα εἶναι τ’ ἀβάτζα μας αὐτόθ. 2)Ἐπιρρηματ. ἐπὶ πλέον, περισσότερον Ἀθῆν. Θρᾴκ. (Καλαμ.) Ἰων. (Κρήν.) Μῆλ. Πελοπν. Σίφν. κ.ἀ.: Θὰ δώσω γιˬ’ αὐτὴ τὴ δουλε͜ιὰ πενήντα φράγκα καὶ ἀβάντζο Κρήν.|| Φρ. Πάω ἀβάντζο (αὐξάνω κατὰ τι τὴν προσφοράν, προσφέρω μεγαλυτέραν τιμήν, πλειοδοτῶ) Μῆλ. Τὰ πενήντα ἀβάζο τά ’χει (εἶναι μεγαλύτερος τῶν 50 ἐτῶν) Ἀθῆν. Τὰ ἑβδομήντα πέντε ἀβάζο εἶναι (εἶναι ὑπερ τὰ 75 ἔτη) Καλαμ. Πβ. ἀβάντζιˬα. 3)Ἐμπρός, πρόσω, ἐν τῇ φρ. ἢ ἀβάτζου ἢ καβάτζου (ἢ ἐμπρὸς ἢ θέλβ τὰ μάθιˬα μου, νὰ σαρτάρω πλεˬὰ κάτω καὶ ἢ ἀβάτζου ἢ καβάτζου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA