ἀγκάθιˬασμα (II)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκάθιˬασμα (II)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκάθιˬασμα τό, (II) ἀμάρτ. ἀγκάδιˬασμαν Κύπρ. ἀγκάδκιˬασμαν Κύπρ. ἀγκάκιˬασμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀγκαθιˬάζω (II).
Σημασιολογία
Παρατηρήσεις, ἔρευνα:Τ᾿ ἀγκαδκιˬάσματά σου τ᾿ ἐσέναν ᾿ὲν φελοῦν τίποτε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA