ἀβαραγκόρριζα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαραγκόρριζα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβαραγκόρριζα ἡ, Κεφαλλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀβάραγκας καὶ ρίζα.
Σημασιολογία
Συνήθως κατὰ πληθ. αἱ ρίζαι τῆς ἀβαραγκεˬᾶς, ὦν τὸ ἀφέψημα πίνεται ὡς φάρμακον κατὰ τῆς δυσκρασίας.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA