ἀβαράκωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαράκωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβαράκωτος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀβαράκουτους Μακεδ. (Σιάτ.) κ.ἀ. ἀβαράχωτος Πόντ. (Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βαρακώνω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ περιβεβλημένος διὰ φύλλων χρυσοῦ, ἐπὶ ᾠῶν, ὀπωρῶν κττ. ἔνθ’ἀν.: Δύο ᾠβὰ βαραχωμένα κ’ ἕναν ἀβαράχωτον (δύο ᾠὰ χρυσωμένα καὶ ἕν ἀχρύσωτον) Χαλδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/