ἀβαράρισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβαράρισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀβαράρισμα τό, Νάξ. Παξ. κ.ἀ. ’βαράρισμα Νάξ. κ.ἀ. ’βαράριμα Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀβαράρω κατ’ ἀναλογ. τῶν ἐκ τῶν εἰς -ίζω ρ. παραγομένων. Ὁ τύπ. βαράρισμα ἐγεννήθη κατ’ ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τῶν ἐκ τῶν περισπωμένων ρ. παραγομένων.
Σημασιολογία
1)Καθέλκυσις πλοίου εἰς τὴν θάλασσαν Νάξ. κ.ἀ. 2)Ἀπομάκρυνσις πλοίου ἀπὸ τῆς ἀκτῆς πρὸς ἀποφυγὴν προσκρόυσεως ἢ ἀπὸ τῶν ἀβαθῶν μερῶν πρὸς ἀποφυγὴν προσαράξεως Νάξ. Παξ. κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA