ἀγκαθοτόπι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀγκαθοτόπι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀγκαθοτόπι τό, ἀμάρτ. ἀγκαθ-θοτόπιν Ἰκαρ. ἀκθ-θοτόπιν Ἰκαρ. ἀγκαθουτόπ᾿ Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀχαντοτόπ᾿ Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. ἀγκάθι καὶ τόπος. Τὸ ἀχαντοτόπ᾿ ἐκ τοῦ ἑτέρου τύπ. ἀχάντιν.
Σημασιολογία
Τόπος πλήρης ἀκανθῶν ἔνθ᾿ ἀν.:Ὁ γάιδρον βόκεται ἀπέσ᾿ ᾿ς ἕναν ἀχαντοτόπ᾿. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀγκαθεˬὰ I5.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA