ἀβάρετος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβάρετος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀβάρετος ἐπίθ. (II) σύνηθ. ἀβάριτους Ἤπ. Μακεδ. (Βογατσ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ἀβάρητος Πελοπν. (Λακων. Μάν. κ.ἀ.) ἀβάρεγος Πελοπν. (Μαζαιίκ. Τρίκκ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ρ. βαρῶ.

Σημασιολογία

1)Παθ. ὁ μὴ δαρείς, ὁ μὴ κτυπηθείς, ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων σύνηθ.: Ἀβάρετος κλαίς Μῆλ. κ.ἀ. Ἀβάριτου ἀβγὸ (ᾠον μὴ κτυπηθὲν πρὸς παρασκευὴν καρυκεύματος) Ἤπ. Ἀβάριτου γάλα (ὅπερ δὲν ἐκτυπήθη διὰ τοῦ συνήθους ξυλίνου ὀργάνου πρὸς ἀποχωρισμὸν τοῦ βουτύρου) αὐτόθ. Ἔχου τὰ καρύδιˬα ἀβάριτα (ἤτοι δὲν τὰ ἐκτύπησα διὰ μακρᾶς ράβδου διὰ νὰ καταπέσουν ἐκ τοῦ δένδρου) αὐτόθ. Ρόβη ἀβάρετη (τῆς ὁποίας δὲν ἀπεχωρίσθη ὁ καρπὸς ἀπὸ τοῦ φλοιοῦ διὰ κτυπημάτων) Πελοπν. (Σουδεν.) Συνών. ἄδαρτος, ἄχτυπητος. 2)Ἐνεργ. ὁ μὴ κτυπήσας, συνήθως ἐπὶ πραγμάτων Ζάκ. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Λακων. Μάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ: Κανόνι-ντουφέκι ἀβάρετο (τὸ ὁποῖον εἶναι μὲν πλῆρες, ἀλλά δὲν ἐπυρσοκρότησεν ἀκόμη) Ζάκ. Γιˬόμα ἀβάρετο (δὲν ἐσήμανεν ἀκόμη ἡ δωδεκάτη μεσημβρινὴ) αὐτόθ. β)Ὁ μὴ ἀνατείλας, ἐπὶ ἡλίου Πελοπν. (Ἀρκαδ. Μάν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ὁ ἥλιˬος εἶν’ ἀβάρετος (ἤτοι δὲν ἔχει βαρέσει εἰς τὰς κορυφὰς τῶν ὀρέων, δὲν ἔχει ἀνατείλει) Ἀρκαδ. Μάν. κ.ἀ. Συνών. ἄβγαλτος.|| Ἐπιρρηματ. φρ. Ἔφυγα-ἧρθα-γύρισα ἀβάρετος ὁ ἥλιˬος (κατ’ ἔλλειψιν τῆς μετοχ. ὄντας, ἤτοι πρὸ τῆς ἀνατολῆς τοῦ ἡλίου) Πελοπν. Πῆγα ἀβάριτους οὑ ἥλιˬους Αἰτωλ. Πβ. ἐν λ. ἀβασίλευτος ὁμοίαν φρ. ἀβασίλευτος ὁ ἥλιˬος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/