ἀβασανισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβασανισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβασανισιˬὰ ἡ, Ἀθῆν. κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβασάνιστος κατὰ παρασχηματισμὸν διὰ τὸν ἀόρ. ἐβασάνισα. Ἰδ. ἀ- στερητ. 1β. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἔλλειψις βασάνων, λυπηρῶν φροντίδων: Φρ. Τὸν δέρνει ἀβασανισιˬὰ (εἰρων. ἐπὶ ἀνθρώπου ἀμερίμνου ζῶντος ἐν εὐμαρείᾳ). Φρ. ἀντίθ. Τὸν δέρνει φτώχε͜ια.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/