ἀβασκαντία
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀβασκαντία
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θυληκό
Τυπολογία
ἀβασκαντία ἡ, Κέρκ. Παξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπίθ. ἀβάσκαντος.
Σημασιολογία
Εὐχὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀναγινωσκομένη ὑπὸ τοῦ ἱερέως ἐπὶ τοῦ ὑποπεσόντος εἰς βασκανίαν πρὸς θεραπείαν τοῦ νοσήματος ἔνθ’ἀν.: Ἔκραξα τὸν παππᾶ καὶ τοῦ διˬάβασε τὴν ἀβασκαντία Κέρκ. Ἤλεε ἡ μάννα του πῶς ἧταν ἀβασκαμένος καὶ ἐκράξανε τὸν παππᾶ νὰ τοῦ διˬαβάσῃ τὴν ἀβασκαντία Παξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA