ἀβαφτισιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀβαφτισιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀβαφτισιˬὰ ἡ, Πάρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ οὐσ. βάφτισι.

Σημασιολογία

Τὸ νὰ μὴ εἶναί τις βαπτισμένος, ἔλλειψις βαπτίσματος: Φρ. Αὐτὸ τὸ σπίτι τὸ δέρνει ἀβαφτισιˬὰ (ἤτοι ἀφίνουν τὰ τέκνα των νὰ μεγαλώνουν ἀβάπτιστα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/