ἀγκάλη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀγκάλη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θυληκό

Τυπολογία

ἀγκάλη ἡ, πολλαχ. καὶ Καππ. (Φάρασ. κ.ἀ.) ἀgάλη Θήρ. Κρήτ. Νάξ. Σύμ. (Ἑρμούπ.) κ.ἀ. ἀγκάλ᾿ Καππ. (Ἀραβάν.) κ.ἀ. ἀγκά᾿ Μακεδ. (Πάγγ.) ἀgά᾿ Ἴμβρ. Πάρ. (Λεῦκ.) Σκόπ. κ.ἀ. ἀγκάλ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) ἀγκάλε Καππ. (Φάρασ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν.) ἐγκάλ Πόντ. (Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀγκάλη. Ὁ τύπ. ἀγκάλ, ὅθεν ἔπειτα ἀγκάλε κατ᾿ ἀναλογικ. ἐπίδρασιν τοῦ ρ. ἀγκαλζω, τὸ δὲ ἐγκάλ προσέλαβε τὸ ε κατ᾿ ἀναλογ. τῶν παρῳχημένων χρόν. τοῦ ρ. ἐγκάλζα, ἐγκάλσα καὶ ἐγκαλσκουμ᾿νε, ἐγκαλστα.

Σημασιολογία

1)Ὁ κεκαμμένος βραχίων ἢ οἱ κεκαμμένοι βραχίονες, δι᾿ ὧν περιβάλλει, ἐναγκαλίζεταί τίς τι σύνηθ. καὶ Πόντ. (Κερασ. Κολων. Κρώμν. Οἰν. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Ἔπιˬασέν το ᾿ς τὴν ἀgάλην της Σύμ. Βάνω σε ᾿γὼ ᾿ς τσ᾿ ἀgάλες μου Κρήτ. Βάρ᾿ τὸ μωρὸν ᾿ς τὴν ἀγκάλην σου Κύπρ. Ἐπῆρα τὸ μωρὸ ᾿ς σὴν ἐγκάλ μ᾿ Ὄφ. Ἔλα ᾿ς σὴν ἀγκάλ μ᾿ Τραπ. Χαλδ. Πάντα ἀγκάλς θέλει (πάντοτε ἀγκάλας θέλει. Ἐπὶ μικροῦ παιδίου ἐπιζητοῦντος διαρκῶς τὴν μητρικὴν ἀγκάλην) Κερασ.|| Φρ. Μὲ δέχτηκαν μ᾿ ἀνοιχτὲς ἀγκάλες (μετὰ πολλῆς εὐχαριστήσεως) πολλαχ. Ἀγκάλν θέλει (ἐπὶ τοῦ ἐπιθυμοῦντος νὰ ἔλθῃ εἰς γάμου κονωνίαν) Κερασ. || Παροιμ. Κάθουμαι ᾿ς σὴν ἀγκάλ σ᾿ καὶ χτουπίζω τὰ γέν σ᾿ (κάθημαι εἰς τὴν ἀγκάλην σου καὶ ἀποσπῶ τὰ γένεια σου. Ἐπὶ τοῦ ἀγνώμονος. Ἡ μεταφ. ἐκ τῆς συνηθείας μικροῦ παιδίου) Τραπ. Χαλδ. || ᾎσμ. ᾿Ὲν εἶσαι ᾿σοὺ ποῦ μοῦ ᾿μον-νες τ᾿ ᾿ὲν εἶσαι ᾿σοὺ ποῦ λάλες, πῶς ᾿ὲν μὲ βκάλ-λεις μιˬὰν ὥραν ᾿ποὺ μέσ᾿ ᾿ς τὲς δκυˬό σου ᾿γκάλες; Κύπρ. 2)Μέρος ὑπήνεμον ὑπὸ ἀκρωτήριον, κόλπος, ὁρμίσκος Θήρ. Ἴμβρ. Ἰων. (Κρήν.) Κύθηρ. Μύκ. Σκόπ. Τῆν. κ.ἀ.:Μὶ τ᾿ φουρτούνα προυχτὲς ᾿ς αὐτήν᾿ τ᾿ν ἀgά᾿ ἀπαgιˬάσαμι Σκόπ. Ἰκεῖ δὰ κουdὰ εἶνι μιˬὰ ἀgά᾿, ἁπ᾿ ἀπαgιˬάζ᾿ ἀπ᾿ τοὺ μαΐστρου αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Ζάκ. Κρήτ. Κυκλ. Σύμ. Χίος κ.ἀ. 3)Τὸ ξύλινον περίζωμα τοῦ μεγάλου κάδου τῆς οἰνοποιίας ἢ τοῦ κτηρίου τοῦ ἀνεμομύλου Θεσσ. (Ζαγορ.) 4)Ὅ,τι ἐφάπαξ δύναται νὰ περιληφθῇ ἐν τῇ ἀγκάλῃ, ἡ ἀγκαλὶς Καππ. (Ἀραβάν. Φάρασ.) Κύπρ. Μακεδ. (Πάγγ.) Νάξ. Πόντ. (Κερασ. Κολων. Κοτύωρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σίφν. Σύμ. κ.ἀ.:Μιˬὰ ἀgάλη ξύλα-κλαδιˬὰ Σύμ. Μιˬὰν ἀgάλη βέργες Ἑρμούπ. Πέdε χερόβολα κάνουνε μιˬὰ ἀgάλη, τρεῖς ἀgάλες κάνουνε ἕνα δεμάτι (ἐπὶ τῶν ἀγκαλίδων τῶν σταχύων) Νάξ. Ἐθέρισεν τρεῖς ἀγκάλες κλιθ-θάριν τ᾿ ἔκαμεν ἕναν δεμάτιν Κύπρ. Ἔκοψα σου μιˬὰν ἀγκάλην ξύλα γιˬὰ τὸ λαμπρὸν καὶ μιˬὰν χόρτον γιˬὰ τὰ χτηνὰ (λαμπρὸν=πυρὰ) αὐτόθ. Δύο ἀγκάλς ξύλα-χορτάρ-στά κττ. (δύο ἀγκάλες ξύλα-χόρτα-στάχυες) Τραπ. Χαλδ. || Φρ. Ἕναν ἀγκάλν κορίτ (μία ἀγκάλη κορίτσια, ἤτοι πολλὰ) Κερασ. Μὲ τ᾿ ἕναν ἀγκάλν γέν! (μὲ μίαν ἀγκάλην γένεια! Σκωπτικῶς ἐπὶ γέροντος πωγωνοφόρου πράττοντος ἀνάρμοστα ἑαυτῷ) Κερασ. Συνών. ἀγκαλίδα. Πβ. ἀγκαλεˬά, ἀγκάλιˬα (I).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/